Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε, έστω και γενικά, στη γλώσσα που μιλούσαν οι 'Ελληνες του Πόντου, την ποντιακή διάλεκτο, όπως χαρακτηρίστηκε και μελετήθηκε από τους γλωσσολόγους, ανάμεσα στους οποίους πρωτεύουσα θέση κατέχουν δύο Πόντιοι, ο Ανθιμος Α. Παπαδόπουλος, διευθυντής του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών, με τα έργα του Ιστορική Γραμματική της Ποντικής Διαλέκτου (Αθήνα 1955) και Ιστορικόν Λεξικόν της Ποντικής Διάλεκτου, και ο Δ.Η. Οικονομίδης, διευθυντής του Μεσαιωνικού Αρχείου της Ακαδημίας Αθηνών, με το έργο του Γραμματική της Ελληνικής Διαλέκτου του Πόντον (Αθήνα 1958), καθώς και ο μη Πόντιος καθηγητής της γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Νικόλαος Ανδριώτης με διάφορα άρθρα του σε, ποντιακά και μη, περιοδικά, ανάμεσα στα οποία σημειώνουμε τη μελέτη Η Γένεση των Νεοελληνικών Διαλέκτων.

Όπως αναφέρει ο πρώτος, η ποντιακή διάλεκτος, με τη γεωγραφική της έννοια, δεν υφίσταται πια. Αυτοί που τη μιλούσαν, οι Έλληνες του Πόντου, απόγονοι των αρχαίων Ιώνων αποίκων, έπειτα από τρεις χιλιάδες χρόνια, μετά την αμοιβαία Ανταλλαγή των Ελλήνων της Τουρκίας με τους Τούρκους της Ελλάδας, το 1922, έχουν διασπαρθεί σ’ όλη την Ελλάδα. 
Και εκεί που εγκαταστάθηκαν, αν αποτέλεσαν ακραιφνείς ομοιογενείς συνοικισμούς, όπως συνέβηκε στη Μακεδονία, εξακολουθούν να μιλάνε τη γλώσσα τους. Όπου όμως ανακατεύτηκαν με άλλους πρόσφυγες που προέρχονταν από άλλα μέρη της Μικρασίας και της Θράκης, εκεί η γλώσσα δε διατηρήθηκε ακραιφνής. Το ίδιο έγινε και εκεί που αναμείχθηκαν με ντόπιους Έλληνες των πόλεων και της υπαίθρου.
Ο Α. Παπαδόπουλος προβλέπει ότι, με τον καιρό και τα χρόνια, θα συμβεί η πλήρης γλωσσική αφομοίωση των Ποντίων με την επίδραση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας και η ποντιακή διάλεκτος θα καταταχτεί στην κατηγορία των νεκρών γλωσσών. «Έξαίρεσιν θά αποτελέσουν», γράφει, «τα ιδιώματα του Όφεως καί της Τόνιας, περιφερειών της επαρχίας Τραπεζούντος, διότι οί ελληνόφωνοι κάτοικοι αυτών, απόγονοι έξισλαμισθέντων Ελλήνων, δεν ύπήχθησαν εις την Ανταλλαγήν, ώς μουσουλμάνοι την θρησκείαν».
Τα γλωσσικά ιδιώματα που μιλούσαν οι Πόντιοι στο γεωγραφικό χώρο τους ήταν τα παρακάτω: Το ιδίωμα της Αμισού (Άνω Αμισού, δηλ. του Καδίκιοϊ), της Ινέπολης, της Σάντας, του Σεμέν, της Σινώπης, της Τρίπολης, της Κερασούντας, των Κοτυώρων (Ορντού), της Νικόπολης (Σεμπίν-Καραχισάρ), της Οινόης, του Όφι, των Σουρμένων, της Αργυρούπολης, που μιλιόταν από τους περισσότερους Ποντίους, και της Τραπεζούντας.
Η ποντιακή διάλεκτος είναι απόγονος της αρχαίας ιωνικής διαλέκτου, λόγω της καταγωγής των Ελλήνων αποίκων του Εύξεινου Πόντου από την ιωνική Μίλητο, κυρίως. Στην πορεία της ιστορίας της, μέσα στους 28 αιώνες που ακολούθησαν, η αρχαία ποντιακή διάλεκτος επηρεάστηκε από την κοινή των αλεξανδρινών χρόνων και από τη μεσαιωνική κοινή του Βυζαντίου, δέχτηκε μερικές λέξεις από τους Γενουάτες και Βενετσιάνους της Τραπεζούντας και από τους γείτονες των Ποντίων Πέρσες και Γεωργιανούς, και πήρε άλλες τόσες τούρκικες λέξεις, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, άλλες αυτούσιες κι άλλες προσθέτοντας σ’ αυτές ελληνικές καταλήξεις.
Γραπτά μνημεία της ποντιακής διαλέκτου, πριν από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, δε βρέθηκαν, αν εξαιρέσει κανείς μόνο μια επιγραφή του έτους 1306 που σώθηκε και δημοσιεύτηκε στο αρχαιολογικό παράρτημα του ΙΖ' τόμου του περιοδικού «Ξενοφάνης», το οποίο έβγαζε «Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος».
Εκτός από τον κυρίως Πόντο, η ποντιακή διάλεκτος, και ιδιαίτερα το Αργυρουπολίτικο ιδίωμα, μιλιόταν ως το 1922 και στις αποικίες των Αργυρουπολιτών, στα διάφορα μέρη της Μικρασίας, της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου, όπως στην περιφέρεια Άκνταγ-μαντέν της Άγκυρας, στο Μπουλγάρ-μαντέν και Μπερεκετλί-μαντέν του Ικονίου, στα μεταλλεία της Συρίας, της Μεσοποταμίας και του Διάρμπεκιρ, στην περιφέρεια του Καρς, στις παράλιες κοινότητες της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου και όπου αλλού εγκαταστάθηκαν άποικοι Πόντιοι.
Τα κοινά χαρακτηριστικά της ποντιακής διαλέκτου, που συναντάμε στα τοπικά ιδιώματά της, είναι ενδιαφέροντα και παραθέτουμε τα κυριότερά τους:

1. Αρχαϊσμοί

α) Διατήρηση της προφοράς του ιωνικού η ως ε (π.χ. νύφε, αντί νύφη, κλέφτες, αντί κλέφτης, συνέλικος, αντί συνήλικος, έτον, αντί ή-το, έκουσα, αντί ήκουσα, άκλερος, αντί άκληρος, πεγάδι, αντί πηγάδι, ζεμία, αντί ζημία, ζε-λεύω, αντί ζηλεύω, κλπ.).
β) Διατήρηση του ιωνικού σ, αντί του τ (π.χ. κοσσάρα, αντί κοττάρα<κόττα, σεύτελον, αντί τεύτλον, κ.ά.).
γ) Διατήρηση του ω (με έκπτωσή του σε ο) ακόμα και στις περιπτώσεις που η κοινή νεοελληνική έχει μετατρέψει το ω σε ου (π.χ. ζωμίν, αντί ζουμί, ρωθώνι, αντί ρουθούνι, κωδώνι, αντί κουδούνι, κ.ά.).
δ) Διατήρηση ασυνίζητων των φωνητικών συμπλεγμάτων -ία, -ίο (π.χ. καρδία, αντί καρδιά, παιδία, αντί παιδιά, ποπαδία, αντί παπαδιά, χωρία, αντί χωριά, ωτία, αντί αφτιά, κοιλία, αντί κοιλιά, κλπ.).
ε) Διατήρηση του αναβιβασμού του τόνου στην κλητική (π.χ. Νίκολα, αντί Νικόλα, γά-μπρε, αντί γαμπρέ, Μάρια, αντί Μαρία, κλπ.).
στ) Διατήρηση των θηλυκών επιθέτων σε -ος, αντί σε -η (η άλαλος, αντί η άλαλη, η έμορφος, αντί η όμορφη, η άνοστος, αντί η άνοστη, η άσχεμος, αντί η άσχημη, η άρρωστος, αντί η άρρωστη, κλπ.).
ζ) Διατήρηση του αορίστου της προστατικής σε -ον, αντί -ε (π.χ. ποίσον, ποίησον, αντί ποίησε, κόψον, ράψον, λύσον, κρύψον, α-νάμ νον, αντί κόψε, ράψε, λύσε, ανάμεινε, κλπ.).
η) Διατήρηση της παθητικής κατάληξης -ούμαι (π.χ. ανακατούμαι, αντί ανακατώνομαι, σ’κούμαι, αντί σηκώνομαι, στεφανούμαι, αντί στεφανώνομαι, κοιμούμαι, αντί κοιμάμαι, φανερούμαι, αντί φανερώνομαι, κλπ.).
θ) Διατήρηση της κατάληξης της προστακτικής του παθητικού αορίστου -θετε (ιωνικά) αντί του (αττικού) -θητε (π.χ. αγαπήθετε, κοιμέθετε, κλπ.).
ι) Διατήρηση του ιωνικού ουκί, αντί του αττικού ουχί, και η μετάπτωσή του, με αφαίρεση της πρώτης συλλαβής, του ου, σε ’κι (’κι θέλω, αντί δεν θέλω, ’κι τρώγω, αντί δεν τρώγω, κλπ.). Το αρνητικό τούτο μόριο ’κι (ας σημειωθεί ότι στον Όφι διατηρούν ατόφιο το ουκί) διαστέλλει την ποντιακή διάλεκτο από όλες τις άλλες ελληνικές διαλέκτους που έχουν το μόριο δεν (το οποίο προήλθε από το αρχαίο ουδέν). Οι Πόντιοι έχουν τη λέξη τιδέν (τίποτε, καθόλου), που προήλθε από το ουδέν.
ια) Οι προσωπικές αντωνυμίες, που μπαίνουν ως αντικείμενα των ρημάτων, τοποθετούνται πάντα μετά από αυτά (π.χ. λέγω σε, κρούω σε, παιδεύω σε, φιλώ σε, κλπ.).
Αξίζει να αναφέρουμε και μερικές, από τις πολυάριθμες, αρχαίες ελληνικές λέξεις που διατηρήθηκαν στο λεξιλόγιο των Ποντίων: βοτρύδιν (τσαμπί σταφύλια), γνάθιν (γνάθος), εναύλιν (κήπος), εταίρος (συνταξιδιώτης), ιχώριν (μεδούλι), κράτος (δύναμη), κώδιν (δέρμα προβάτου), λιμός (πείνα), ’στούδιν (κόκκαλο), ωβόν (αβγό), ωτίν (αφτί), άβρωτος (μη φαγώσιμος), άοικος (ακατοίκητος), χαλεπός (δύσκολος), έγκα (αρχαίο ήνεγκα, έφερα), ομνώ (ορκίζομαι), υλάζω (γαβγίζω), ψαλαφώ (ψάχνω), τ' εμόν (το δικό μου), τ εσόν (το δικό σου), τ’ εμέτερον (το ημέτερον, το δικό μας), άναυα (αρχαίο άνευ), κλπ.

2. Νεωτερισμοί

α) Τροπή του χ σε ουρανικό σ πριν από το ε και ι, δηλαδή η προφορά του σε παχύ σ, σαν το γαλλικό ch (π.χ. σερι, αντί χέρι, σαίρουμαι, αντί χαίρουμαι, ευσή, αντί ευχή, πασύς, αντί παχύς κλπ., αλλά χαρά, χορεύω, χώρα, κλπ.).
β) Προφορά του σ ως ηχηρού σ, δηλαδή ch (π.χ. σκεύος, σκυλίν, σκίζω, σκοινίν, αλλά σκα-μνίν, σκόρδον, χτενίσκουμαι, κλπ.).
γ) Ονομαστικές σε -ον αντί σε -ος, στα ονόματα (π.χ. ο καλόν άνθρωπον, αλλά ατός ο άνθρωπος εν καλός, ο νέον, αλλά εγώ είμαι νέος, ο λύκον, αλλά ένουμνε [έγινα] λύκος, ο πάππον, κλπ)
δ) Γενικές σε -ος (π.χ. τη νεονος=του νέου, τη λύκονος (του λύκου), τη Νίκονος (του Νίκου), τη Τούρκονος (του Τούρκου).
ε) Θηλυκές καταλήξεις σε -έσσα (π.χ. καλέσσα, αντί καλή, υψηλέσσα, αντί ψηλή, μο-ναχέσσα, αντί μοναχή, μικρέσσα, αντί μικρή, Χριστιανέσσα, αντί Χριστιανή, κλπ.), και σε -αινα (π.χ. θρήοκαινα, ζαΐφαινα=αδύνατη, αρρωστιάρα, μακροσέραινα, αντί μακροχέρα, ανοικτομάταινα, αντί ανοιχτομάτισσα, κλπ.).
στ) Η σύνταξη των άψυχων θηλυκών ουσιαστικών με ουδέτερα επίθετα (π.χ. πέτραν πελεκεμένον=πέτρα πελεκημένη, αούτα τα ημέρας = αυτές τις μέρες, μερακλίδικα τραγωδίας =μερακλίδικα, ερωτικά τραγούδια. Το τραγούδι στα ποντιακά είναι θηλυκού γένους, η τραγωδία).
Αν εξαιρέσει κανείς τα κοινά χαρακτηριστικά της ποντιακής διαλέκτου, το γλωσσικό αυτό όργανο που μιλιόταν σε μια έκταση εκατοντάδων χιλιομέτρων, από την Ινέπολη και τη Σινώπη δυτικά, ως την Τραπεζούντα και τον Όφι, ανατολικά, και σε εσωτερικό βάθος δεκάδων χιλιάδων χιλιομέτρων, ήταν φυσικό, με το πέρασμα των αιώνων, απ' τη μεριά να απομακρυνθεί πολύ από την κοινή δημοτική γλώσσα του Βυζαντινού Μεσαίωνα, κι απ’ την άλλη να διασπαρθεί σε τοπικά ιδιώματα με ουσιώδεις διαφορές. 
Σχετικά με τη φωνητική, ήδη από τον 12ο αιώνα παρουσίασε διαφορά από την κοινή δημοτική γλώσσα του Βυζαντίου. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση που κάνει ο Ευστάθιος, αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης: «Τά γούν άκάνθια, άχάντια τινές φασίν έώων άνδρών».
 Επίσης, μια παρόμοια παρατήρηση αλλού: «Έστι δέ μέχρι καί νύν άκούσαι πολλούς των αγροίκων ούτω καί τά άκάνθια, αχάντια λέγοντας»· Οι αγροίκοι αυτοί του Ευσταθίου δεν είναι άλλοι από τους Πόντιους «έώους άνδρας», δηλαδή τους ανατολικούς, που το ακάνθι (αγκάθι) το έλεγαν, και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να το λένε, αχάντι(ν).
Η ποντιακή διάλεκτος, εκτός από τις λατινικές λέξεις που κληρονόμησε από τη μεταγενέστερη ελληνική γλώσσα των χρόνων της Ρωμαιοκρατίας, περιέχει και άλλες ξένες λέξεις. Οι περισσότερες από αυτές είναι τουρκικές, περσικές και αραβικές, ενώ υπάρχουν και αρκετές που προέρχονται από τις ρωμανικές, νεολατινικές γλώσσες. Οι τελευταίες είναι κληρονομιά από τη μεσαιωνική γλώσσα ή από τις σχέσεις των Ποντίων με τους Γενουάτες και Βενετσιάνους, οι οποίοι είχαν, την περίοδο ιδίως των Κομνηνών, εμπορικές παροικίες στην Τραπεζούντα, ή, ακόμα, μεταφέρθηκαν από τους ναυτικούς της Τραπεζούντας, της Κερασούντας και της Οινόης οι οποίοι είχαν ναυτιλιακές σχέσεις με την Ιταλία και τη Ρουμανία, προπάντων μετά την Άλωση.
Υπάρχουν στα ποντιακά και λέξεις που είναι δύσκολο να βρεθεί η καταγωγή τους. Ισως να πρόκειται για λέξεις των ιθαγενών που εκχριστιανίστηκαν και εξελληνίστηκαν. Η υπόθεση τούτη στηρίζεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες του Πόντου, από την αρχαιότητα ως τα ρωμαϊκά χρόνια, ήταν περιορισμένοι μέσα στα τείχη των παραλιακών πόλεων της Σινώπης, της Αμισού, των Κοτυώρων, της Κερασούντας και της Τραπεζούντας, και απασχολούνταν με τη ναυτιλία και την καλλιέργεια της γης που βρισκόταν ολόγυρα, στις εκτάσεις τις οποίες μπορούσαν να κατέχουν και να υπερασπίζονται απέναντι στους περίοικους ιθαγενείς. Αλλά από την εποχή της διάδοσης του χριστιανισμού και πέρα, η εθνολογική σύσταση των κατοίκων του Πόντου άλλαξε.
 Οι Έλληνες των πόλεων έγιναν Χριστιανοί και άρχισαν να προσηλυτίζουν στη νέα θρησκεία τις μικρές, ποικιλώνυμες εθνότητες που κατοικούσαν ολόγυρά τους: τους Μάκρωνες, τους Σκυθινούς, τους Κόλχους, τους Δρίλες, τους Μοσσύνοικους, τους Χάλυβες και τους Τιβαρηνούς, τους οποίους, όπως είδαμε, μνημονεύει παροδικά ο Ξενοφών στην Ανάβασή του. 
Δεν ξέρουμε αν οι εθνότητες αυτές ήταν ομόγλωσσες και ομόφυλες ή ετερόφυλες και ετερόγλωσσες. Πάντως, είναι γεγονός ότι με τον εκχριστιανισμό τους εξελληνίστηκαν κιόλας και μαζί με τη θρησκεία δέχτηκαν και την ελληνική γλώσσα.
 Αργότερα, ο νέος αυτός χριστιανικός ελληνισμός ήρθε σε επικοινωνία και σε σχέσεις με τους άλλους γειτονικούς λαούς, τους Αρμένιους, νότια, και τους Λαζούς, ανατολικά, ενώ κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας των Κομνηνών, σχετίστηκαν με τους Γεωργιανούς και με άλλες εθνότητες του Καυκάσου.
 Είναι, λοιπόν, πολύ φυσικό και πιθανότατο, οι Έλληνες του Πόντου, μετά την αφομοίωση των ντόπιων ξένων φυλών στη χοάνη του χριστιανικού Ελληνισμού και με τις συχνές σχέσεις και επαφές τους με τους άλλους γειτονικούς λαούς, να πήραν αρκετές λέξεις από όλους αυτούς, ιδιαίτερα λέξεις που δήλωναν νέα πράγματα, άγνωστα, για τα οποία δεν υπήρχαν αντίστοιχες ελληνικές.
Μέχρι πριν από τριάντα χρόνια, η ποντιακή διάλεκτος μιλιόταν ακόμα στα αμιγή ποντιακά χωριά της Μακεδονίας, της Θράκης και της υπόλοιπης Ελλάδας, στους συμπαγείς ποντιακούς συνοικισμούς των πόλεων -όπου υπήρχαν αυτοί- μέσα σε πάρα πολλές αμιγείς ποντιακές οικογένειες των ελληνικών πόλεων, στις προαναφερμένες περιφέρειες του Όφι και της Τόνιας στην Τουρκία, στις ποντιακές οικογένειες της διασποράς και των μεταναστών της Ευρώπης, Αμερικής και Αυστραλίας, και στους ποντιακούς πληθυσμούς της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, στην οποία αναφέρεται ότι ζούσαν γύρω στις 400.000 Έλληνες καταγόμενοι από τον Πόντο. 
Οι τελευταίοι, όχι μόνο συνέχισαν και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση να μιλούν την ποντιακή διάλεκτο σαν εθνική τους γλώσσα, αλλά για πολλά χρόνια μετά την επικράτηση του σοσιαλισμού, τύπωναν και βιβλία και εφημερίδες στα ποντιακά, με φωνητική γραφή μάλιστα.
Σήμερα η χρήση της ποντιακής διαλέκτου, σ’ όλους τους τόπους διαβίωσης των Ποντίων είναι ακόμα πιο περιορισμένη, και διατηρείται πιο πολύ στις μεγαλύτερες ηλικίες, ενώ στις μικρότερες είναι ραγδαία και ολοκληρωτική η προϊούσα αχρηστία της και η αντικατάστασή της από την κοινή νεοελληνική γλώσσα (στην Ελλάδα) ή τις άλλες ξένες γλώσσες (στις χώρες της μετανάστευσής τους).
Όσο για τη μερική επιβίωση της πολύτιμης αυτής ελληνικής διαλέκτου, αυτό θα εξαρτηθεί από λόγους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς. Όπως όμως φαίνεται και από την παραπάνω έκθεση των πραγμάτων, τα ποντιακά θα διατηρηθούν για πολλές δεκαετίες ακόμα σε «νησίδες» αμιγώς ποντιακών κοινοτήτων της Ελλάδας, και ανάμεσα στους ελληνόφωνους Οφίτες και Τονιαλήδες της Τουρκίας. 
Ο μόνος, όμως, τρόπος διάσωσης και διαιώνισης του θησαυρού αυτού, είναι, κατά τη γνώμη μου, η καθιέρωση της διδασκαλίας της ποντιακής διαλέκτου σε σχετική πανεπιστημιακή Σχολή, για την εκπαίδευση δασκάλων που θα τη διδάξουν σε αμιγώς ποντιακά χωριά ή σύνολα στην ελληνική επικράτεια. Και αυτό μπορεί να γίνει πράξη, με την προϋπόθεση κάποια ελληνική κυβέρνηση να συναισθανθεί την επιστημονική (γλωσσολογική) αξία της πιο ενδιαφέρουσας νεοελληνικής διαλέκτου, αλλά και το εθνικό της χρέος απέναντι στους πολυπληθείς Έλληνες Ποντίους.




Χρηστος Σαμουηλιδης




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah