Ένταση ανάμεσα στις εθνότητες

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου από τον Οκτώβρη του 1917 -εποχή κατά την οποία τα ρωσικά στρατεύματα αποχωρούν από το μέτωπο του Καυκάσου, ως τις αρχές του 1921- εποχή κατά την οποία ολοκληρώνεται η «Έξοδος» των ελληνικών πληθυσμών των κοινοτήτων του Καρς - είναι η παντελής απουσία κεντρικής ρωσικής εξουσίας από τη μια μεριά και η αδυναμία του Επιτροπάτου (Κομισαριάτου) ή των τριών ανεξάρτητων Δημοκρατιών από την άλλη να επιβάλλουν κάποια τάξη στην περιοχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανασφάλεια και την αναρχία στην περιοχή καθώς επίσης και οξύτατους ανταγωνισμούς α­νάμεσα στις εθνότητες.
Μια τέτοια περίπτωση ανταγωνισμού αποτελεί και η διαμάχη ανά­μεσα στους Έλληνες και τους Αρμένιους στο Καράκλισε. Η διαμάχη αυτή εκδηλώθηκε στα τέλη Μαρτίου του 1918, όταν οι αντιπρόσωποι των ελληνικών κοινοτήτων της επαρχίας Καγισμάν, μπροστά στην τουρκική απειλή, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μετακινηθούν προς το Καρς.
Οι κάτοικοι των Κοινοτήτων Γιαλαγούζ- Τσιάμ, του Κιατσιβάν, του Ολουχλού, του Ορτάκιοϊ, του Τσιλαχανά και του Άνω και Κάτω Τσαπίκ συγκεντρώθηκαν στο Καράκλισε, απ' όπου μαζί με τους Έλληνες κι αυτής της Κοινότητας θα αναχωρούσαν στις 25 Μαρτίου- λίγο νωρίτερα είχαν αποχωρήσει οι Ελληνικές Κοι­νότητες Ολουχλού και Μουλά-Μουσταφά.

Το πρωί της 25ης Μαρτίου και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την αναχώρηση, στην πλατεία του χωριού εμφανίστηκε ένα ολιγάριθμο αρμενικό στρατιωτικό απόσπασμα, που αποτελούνταν από έναν ίλαρχο με δώδεκα ιππείς. Ας δούμε πως αφη­γείται τα γεγονότα ένας αυτόπτης μάρτυρας .
»... Κατάγομαι από το Κάτω Τσαπίκ. Είχε 70 οικογένειες, ελληνι­κές... εμείς δεν θέλαμε να φύγουμε. Ο Καλλίνικος Γαβριηλίδης, δικη­γόρος, ήρθε να μας πάρει να φύγουμε, προς το εσωτερικό της Ρωσίας γιατί η κατάσταση ...
Δεν ακούσαμε τον Γαβριηλίδη, αλλά τα πράγματα σφίξανε και με­τά από 2-3 ημέρες αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Και ξεσηκώθηκε όλο το χωριό ...
Στις 25 Μαρτίου είμασταν συγκεντρωμένοι στην Καράκλισε, όπου είχαν καταφύγει και άλλα ελληνικά χωριά. Εκεί ήρθαν Αρμένιοι Μαουζερίστ (σημ.: Αρμένιοι οπλισμένοι με Μάουερ, τύπος όπλου, πρόσφυγες από τον Πόντο).
Ήταν 10-15 άτομα. Μας ζήτησαν κάρα και άλογα. Εμείς αρνηθήκαμε να τους δώσουμε γιατί τα χρειαζόμα­σταν στη μεταφορά μας. Στην άρνησή μας, σκότωσαν έναν νεαρό τον Στάθη Ευσταθιάδη.
Τότε τα δικά μας τα οπλισμένα παλλικάρια σκότω­σαν όλη την ομάδα των Αρμενίων. Στο μεταξύ ειδοποιήθηκε το διπλα­νό Αρμενικό χωριό Πέρντε και ήρθε ο αρμενικός στρατός και πε­ρικύκλωσε το χωριό. Οι δικοί μας απάντησαν στα πυρά των Αρμενίων και η μάχη γενικεύτηκε. Η μάχη συνεχίστηκε και δεύτερη και τρίτη ημέρα. Την τρίτη ημέρα οι Αρμένιοι έφεραν και τα κανόνια. Οι δικοί μας τάχασαν. Οι χωρικοί άλλοι έφυγαν, άλλοι έμειναν. Πολλοί πήγαν να κρυφτούν στο δικό μας το χωριό, το Τσαπίκ κι άλλοι στο Γιαλαούζ...
Η σύγκρουση στο Καράκλισε δυσχέραινε τις ομαλές σχετικά σχέ­σεις Ελλήνων και Αρμενίων. Αυτή η κρίση ανάμεσα στις δύο εθνότη­τες έδωσε την ευκαιρία στον τούρκο συνταγματάρχη Αππούρ Αχμάν μπέη να κάνει πρόταση συνεργασίας στους Έλληνες ιθύνοντες. Σ' αυτή τη χαοτική κατάσταση που επικράτησε στον Καύκασο, η διάκριση σε φίλους και εχθρούς, συμμάχους και αντιπάλους δεν ήταν πάντοτε εύκολη αλλά ούτε και μόνιμη.
Βέβαια οι Έλληνες αρνήθηκαν τελικά τη συνεργασία και επεδίωξαν τη συνθηκολόγηση με τους Αρμενίους. Ούτε όμως κι αυτή στάθηκε εύκολη υπόθεση. Όπως αναφέρει χαρα­κτηριστικά ο Κάλτσεφ στα απομνημονεύματά του:
»... Ωστόσο η υπόθεση του Καράκλισε δεν έκλεισε. Καταγγείλαμε τον βομβαρδισμό του χωριού στην Κυβέρνηση του Αντικαυκάσου και μας έστειλε στο Καρς μια τριμελή επιτροπή που την αποτελούσαν ένας Αρμένιος, ένας Γεωργιανός και ένας Μουσουλμάνος. Πήγαμε να τους συναντήσουμε ο Πυλόρωφ, ο Μιλτιάδης Αναστασιάδης, τέως επιθεω­ρητής δημοσίων έργων κι εγώ. Συζητώντας ο Πυλόρωφ είπε στον Αρ­μένιο αντιπρόσωπο:
-Εμείς οι Έλληνες και οι Αρμένιοι επί 500 χρόνια ήμασταν υπό­δουλοι των Τούρκων και υποφέραμε όλη την τυραννία τους. Έσφαζαν κι εμάς κι εσάς αδιακρίτως. Ποτέ όμως δεν χρησιμοποίησαν κανόνια,για να εξοντώσουν τον πληθυσμό. Εσείς, μόλο που επικρατήσατε μόνο  μια βδομάδα, στείλατε κανόνια για να εξοντώσετε τους ομόθρησκους σας. Πως ήταν δυνατόν οι Έλληνες να σας παραδώσουν τα υποζύγια τους, αφού, όπως και σεις, έφευγαν από τα χωριά τους για να γλυτώσουν από την κατοχή των Τούρκων;          
» Έπειτα απ' τις έντονες διαμαρτυρίες μας και τα παραπάνω  διαβήματα, τα πράγματα κάπως ηρέμησαν, αλλά οι Έλληνες ήταν επιφυλακτικοί».
Στη διάρκεια όλης της κατοπινής περιόδου Τούρκοι αξιωματούχοι  έκαναν προτάσεις συνεργασίας προς τους Έλληνες. Αυτό, όμως, που  κυρίως ενδιέφερε τους Έλληνες ιθύνοντες τότε ήταν η εξασφάλιση ενός modus vivendi με τις άλλες εθνότητες, τέτοιου που θα επέτρεπε την ασφαλή επιβίωση του πληθυσμού, χωρίς να παρεκκλίνουν προς τη μία ή την άλλη πλευρά.         
Αυτή όμως η πολιτική των ίσων αποστάσεων προς τις άλλες εθνότη­τες δεν ήταν πάντοτε εύκολο να εφαρμοστεί και μάλιστα για μακρά  χρονική περίοδο. Και τούτο διότι, η διαρκώς μεταβαλλόμενη κατάστα­ση δεν επέτρεπε το σχεδιασμό μιας μακρόχρονης και συνεπούς πολιτικής.
 Η διάθεση, δηλαδή, και μόνον για ομαλή συμβίωση με τις άλλες εθνότητες δεν ήταν αρκετή. Σ' αυτές τις δυσκολίες θα πρέπει να συ μπεριληφθεί και η ασυνέπεια που έδειχναν οι άλλες εθνότητες προς τους Έλληνες. Αυτή η ασυνέπεια τορπίλιζε το αναγκαίο πνεύμα εμπι στοσύνης και τις ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας της ειρηνικής συμ­βίωσης και συνεργασίας.
Τέλος, προτάσεις συνεργασίας, αναλόγου πε­ριεχομένου, έγιναν και από τους Τούρκους αξιωματικούς στρατιωτικών τμημάτων της παραμεθορίου περιοχής, προς τους Έλληνες της περιοχής του Χοροσάν, περιοχή κοντά στα παλιά (του 1878)  ρωσοτουρκικά σύνορα.
Όμως, ούτε αυτές οι προτάσεις οδήγησαν σε κάποια συνεργασία. Και δεν ήταν δυνατόν να γίνουν πιστευτές από  την ελληνική πλευρά, γιατί τη στιγμή που διατυπώνονταν οι προτάσεις συνεργασίας, την ίδια στιγμή οι ελληνικές κοινότητες της παραμεθορίου γίνονταν αντικείμενο ληστρικών επιδρομών των ίδιων των μουσουλμάνων.
 Αυτό, σε συνδυασμό και με το παραδοσιακό αντιτουρκικό  μίσος των Ελλήνων αποδυνάμωναν τις ελάχιστες έστω πιθανότητες ει­ρηνικής συμβίωσης . Πάντως, ενδιαφέρον προς αυτές τις προτάσεις συνεργασίας έδειξε και ο ίδιος ο Βενιζέλος. Ενδεικτικό είναι επίσης,  ότι οι προτάσεις αυτές ξεκινούσαν από Τούρκους πιστούς στο Σουλτάνο και όχι στον Κεμάλ. Δεν ήταν όμως, εύκολο να προωθούν και τελι­κά δεν καρποφόρησαν εξαιτίας του γενικότερου κλίματος ανατα­ραχής που επικρατούσε στην περιοχή.
Το μουσουλμανικό στοιχείο του Καυκάσου, επειδή ενθαρρυνόταν από την παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων, προέβαινε συχνά σε ληστρικές επιδρομές. Θύματα αυτών των επιδρομών ανάμεσα στους άλλους υπήρξαν και οι Έλληνες. Τις ίδιες διαθέσεις εκδήλωσαν και οι Κούρδοι της περιοχής. Δεν έλειψαν, βέβαια, και περιπτώσεις κατά τις οποίες και Αρμένιοι δυσχέραιναν την ήδη ταλαιπωρημένη ζωή των Ελλήνων. Κατώτερα κυρίως στελέχη της αρμενικής διοίκησης, αξίωναν από τους Έλληνες να τους παραδίδουν αγαθά και ζώα.
Επρόκειτο όμως για τυχαία και μεμονωμένα περιστατικά. Ύστερα από αυτά η οργάνωση των Ελλήνων στην περιοχή του Καρς την εποχή αυτή γίνεται στις παρακάτω βάσεις.
α) Η οργάνωση των Ελλήνων αποβλέπει στην καταπολέμηση των ληστών που δρουν στις περιοχές των Ελληνικών χωριών.
β) Στην οργάνωση παίρνουν μέρος όσοι μπορούν να σηκώσουν ό­πλο.
γ) Σε κάθε χωριό συγκροτείται σώμα με επικεφαλής αξιωματικούς ή υπαξιωματικούς.
δ) Στα σώματα ασφαλείας επιστρατεύονται άνδρες από 18-30 χρο­νών.
ε) Τα σώματα ασφαλείας θα έχουν σύνδεσμο μεταξύ τους.
 στ) Στις περιφερειακές διοικήσεις των σωμάτων ασφαλείας προΐ­στανται Έλληνες αξιωματικοί που διορίζονται απ' το Εθνικό Συμ­βούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας και επικυρώνεται ο διορισμός τους από το Αρμενικό κράτος.
ζ) Ο διοικητής της περιφέρειας περιπολεί με τα όργανα την πε­ριοχή του και καταπολεμά τη ληστεία βοηθώντας έτσι το κράτος.
η) Τα περιφερειακά σώματα ασφαλείας υπάγονται στη δικαιοδο­σία του περιφερειακού Εθνικού Ελληνικού Συμβουλίου και όλη η δύναμη των σωμάτων υπάγεται στο Εθνικό Συμβούλιο των Ελλήνων της Αρμενίας.
θ) Οι άνω των 30 ετών ένοπλοι μένουν στα χωριά τους για την υπεράσπιση των κατοίκων.
ι) Όλα όσα συμβαίνουν στην περιοχή του, ο Διοικητής έχει την υποχρέωση να τα αναφέρει στο Εθνικό Ελληνικό Συμβούλιο και στο Γενικό Διοικητή του Κράτους.
ια) Ο περιφερειακός διοικητής φρουρεί μόνο την περιοχή του. Η μετάβαση ενός σώματος ασφαλείας σε άλλες περιοχές γίνεται μόνο έ­πειτα από έγκριση του Εθνικού Συμβουλίου των Ελλήνων της Αρμε­νίας.
ιβ) Ο εξοπλισμός των Ελλήνων γίνεται με καταστάσεις που καταρ­τίζει το Εθνικό Ελληνικό Συμβούλιο και υποβάλλει για έγκριση στην αρμενική κυβέρνηση.

Ιωάννης  Φ. Καζταρίδης 
"Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΚΑΡΣ ΤΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ 1919-1921)
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah