Ο αργαλειός για την ύφανση του λινού

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012


Ο πιο φημισμένος από τους Οθωμανούς σουλτάνους, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, γεννήθηκε, μεγάλωσε, σπούδασε και έζησε, μέχρι τα δεκα­πέντε του, στη Τραπεζούντα. Έφυγε απ' την πόλη, όταν ανέλαβε καθήκοντα νομάρχη στην Κέφε. Φορούσε μέχρι το τέλος της ζωής του ασπρόρουχα από ύφασμα Τραπεζούντας και η φανέλα που έβγαλαν από πάνω του, όταν πέ­θανε, ήταν από τέτοιο ύφασμα.
Εκείνα τα χρόνια το ύφασμα της Τραπεζούντας ήταν τόσο φημισμένο που ο ηγεμόνας των Ασπροπροβατάδων, Ουζούν Χασάν Μπέης, είχε βγάλει ειδικό νόμο για τα υφάσματα Τραπεζούντας που τα έστελναν στη χώρα των Ασπροπροβατάδων. (Νόμοι του ηγεμόνα των Ασπροπροβατάδων Ουζούν Χασάν Μπέη κατά την Οθωμανική περίοδο).
Αλλά και στο Οθωμανικό παλάτι χρησιμοποιούσαν ασπρόρουχα από ύφασμα Τραπεζούντας. Ο αρχιδιαχειριστής των οικονομικών, Ισκεντέρ Μπέης, παράγγελνε να φέρουν κάθε χρόνο πολύ μεγάλες ποσότητες υφά­σματος από την Τραπεζούντα για τους περισσότερους από έξι χιλιάδες αν­θρώπους του παλατιού και τους δούλους (Ι.Χ.Ουζουντσαρσιλί, Οσμανλί Τ:3/2-581).
Ακόμη και τα εσώρουχα των γενιτσάρων ήταν από ύφασμα Τραπεζού­ντας. Αυτή η συνήθεια συνεχίστηκε μέχρι τα τελευταία χρόνια της Εστίας των Γενιτσάρων, και το θέμα πέρασε ακόμη και στα δημώδη ποιήματα τους.

Στο λουτρό αν δεις τον άγγελο
ξεχωρίζει ο χορευτής του Χατζημπεκτάς
 σημάδι έχει στο ποδόγυρο του
από ύφασμα Τραπεζούντας είν' το βρακί και η φανέλα του.

Το ύφασμα Τραπεζούντας στο χωριό Τσορούκ του Όφεως το λένε φορ­τικό. Το φυτό από το οποίο το φτιάχνουν ο λαός το λέει κεντίρ και είναι το λινάρι. Το λινάρι είναι ένα ινώδες φυτό ενώ οι σπόροι του περιέχουν σε πο­σοστό 35-45% το λάδι που λέγεται λινέλαιο. Όμως στην Τραπεζούντα το λινάρι χρησιμοποιείται περισσότερο για την κατασκευή υφάσματος.
Το λινάρι, όπως το σιτάρι και το κριθάρι, είναι ένα φυτό που καλλιερ­γήθηκε από πολύ παλιά. Είναι γνωστό ότι στη λίθινη εποχή και το 4000 π.Χ οι άνθρωποι στη Μεσοποταμία ασχολούνταν με τη γεωργία. Ακόμη και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τύλιγαν τις μούμιες τους με λινό.
Το λινάρι κατέχει μια σεβαστή θέση στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου. Οι Αχαιοί κρατούσαν τη σορό του Έκτορα που τον σκότωσε ο Α­χιλλέας στο Τρωικό πόλεμο. Ο πατέρας του Έκτορα, ο Πρίαμος για να μπο­ρέσει να πάρει τη σορό του γιου του ετοιμάζει ως αντάλλαγμα δώρα.
"Είπε, κι άπ' τίς κασέλες σήκωσε τά ωριόπλουμα καπάκια,
καί βγάζει πρώτα έκείθε δώδεκα πεντάμορφα* κιλίμια,
κάπες μονές διαλέγει δώδεκα, σκεπάσματα άλλα τόσα,
 καί δώδεκα φλοκάτες όμορφες, χιτώνες άλλους τόσους".

 Το λινό υποδηλώνει και σεβασμό προς τη θεά Αθηνά:
"Ρίχνει λινό σεντόνι σέ όμορφο θρονί πλουμάτο επάνω
καί τήν καθίζει, κι είχε κάτωθε προσκάμνι γιά τά πόδια"


Στην Τραπεζούντα δεν υπάρχει πια λινάρι, ούτε και λινό. Η ανάπτυξη της τεχνικής των συνθετικών ινών κατέστησε περιττή την καλλιέργεια του λιναριού.
Παλιά ένας από τους λόγους που προτιμούσαν το λινό ήταν ότι απορ­ροφούσε τον ιδρώτα από το δέρμα και έκανε καλό στη βρογχίτιδα και τις άλλες πνευμονοπάθειες. Ακόμη και σήμερα αν ρωτήσεις μια γερόντισσα α­πό το Τσορούκ θα σου πει:
Έι κιτί
Ντό κανάδα έχπασα      (Τι λινάρια μάζεψα)
Ντο κάμας έκαμα          (Τι λινά έκανα)
Ντό φορτικό ύφαισα         (Τι φορτικό ύφανα)
Ντο καμίσα έραψα             (Τι πουκάμισα έραψα)

Λένε και τραγούδια για το λινό:
Έρχομαι στην Τόνια
Στην Τόνια να σπουδάσω
Πήρα μια κόρη απ την Τόνια
να υφάνει το λινό
Ύφανε το λινό λεπτό
σα του κρεμμυδιού το φύλλο,
 γδύσου κι έλα στην αγκάλη μου
 σα γυναίκα Καλαντάρη

Ανθισαν τα λινάρια
να τα κεντήσουν οι Φαντιμέδες
 Να 'χαν γλώσσα να το πουν
 τα μέρη που μιλούσαμε

Η φανέλα που φορά
υφαντή είναι υφαντή
εσένα σε χαλαλίζω
στου μοσχαριού μου τις κοπριές

Στο κλαδί της ροδοδάφνης
 ας κρεμάσουμε την κούνια
τα κορίτσια υφαίνουνε λινό
 να το τύλιγαν σε μένα!

Η διαδικασία για να γίνει το φορτικό από το λινάρι
Το λινάρι το σπέρνουν στις αρχές του Απρίλη και το θερίζουν τον Αύ­γουστο. Τους σπόρους και τα φύλλα από τα λινάρια που συγκεντρώνονται, τα απομακρύνουν με ένα ξύλο που μοιάζει με σπαθί, γι' αυτό και λέγεται έ­τσι.
 Κατόπιν, για να χαλαρώσουν οι ίνες και να χωριστούνε από το κοτσάνι, το αφήνουν να μείνει για είκοσι με είκοσι πέντε ημέρες κάτω από τον ήλιο και τη βροχή σε ένα λιβάδι.
Αφού περάσει αυτό το διάστημα, τις βροχερές ημέρες ή το χειμώνα στα παρακάθια, κάτω απ' τη στέγη του σπιτιού σπάνε τα λινάρια και τα χωρίζουν από το κουντσί (κορμό). Το τμήμα που θα χρη­σιμοποιηθεί για νήμα το δένουν και το κοπανίζουν, μέχρι να μαλακώσει, με ξύλινους κόπανους που περιστρέφονται με νερό.
 Αφού το μεταφέρουν στο σπίτι, το κόβουν σε κομμάτια ίσα με δυο πιθαμές (40 εκατοστά), με ένα ερ­γαλείο, που μοιάζει με πριόνι και λέγεται κόφτε. Τα κομμάτια τα δένουν σε μικρούς κόμπους. 
Ύστερα με ένα χτένι που λέγεται λανάρι τα λαναρίζουν και τα δένουν πάλι σε μικρούς κόμπους. Τα τυλίγουν στη χοντρή κεφαλή ε­νός ξύλινου ραβδιού που λέγεται ρόκα και από πάνω τυλίγουν ένα πετσί, το ροκοχάτ. Στο επάνω και στο κάτω μέρος ενός ξύλου που λέγεται αγράφ βά­ζουν το σποντύλ και αρχίζει η επεξεργασία του λιναριού σαν κλωστή. Την τυλίγουν κάνοντάς την σίνα (τσιλέ) σε ένα ξύλο ύψους 70 εκατοστών που μοιάζει με πιρούνι και λέγεται αγλίθρα. Τις κλωστές τις πλένουν στο τέλος για τρεις τέσσερις ημέρες με νερό που το βράζουν με στάχτη (τόλα).
Κάθε σαράντα τυλίγματα γίνεται ένα κουβάρι. Τα τέσσερα κουβάρια κάνουν μία σίνα. Όσες κλωστές γίνουν, ανάλογα με την ποσότητα του λινα­ριού, τις βάζουν στην ανεμίτα. Κάθε σίνα που βάζουν στη τσάχρα γίνεται έ­να καλάμ (μασούρι). Βάζουν τα καλάμια σε έναν αργαλειό που λέγεται ασμά και τα τεντώνουν. Ύστερα τα κάνουν τσάμας, δηλαδή πλεξούδες. Έτσι το λινό είναι έτοιμο να υφανθεί.

Η διαδικασία της ύφανσης - Η παραγωγή του φορτικού
Τις πλεγμένες κλωστές (τσάμας) τις περνούν πρώτα μία μία σε δυο μιτάρια στον αργαλειό. Ύστερα τις περνούν δυο δυο στο ξύλινο χτένι. Αφού τις τυλίξουν στο ξύλο που λέγεται σαλμί, τις βάζουν στα αντία. Πατώντας τα "πατίτσα" (πεντάλια) που βρίσκονται κάτω από τα μιτάρια αρχίζει να κι­νείται το μακότς έτσι η κλωστή που λέγεται μασούρ πηγαίνει μια αριστερά και μια δεξιά και υφαίνεται το φορτικό.

Γλωσσάρι
Αδράχτ: ξύλινο εργαλείο που στρέφεται με το χέρι και χρησιμεύει για το κλώσιμο της κλωστής.
Αγλίτρα: ξύλινο εργαλείο στο μέγεθος πλάστη.
Αγράφ: Στρογγυλό εξάρτημα διαμέτρου πέντε εκατοστών με τρύπα στη μέση.
Περόνη: Είδος περόνης σε μέγεθος πετάλου αλόγου. "Οι χιτώνες των Δωριέων ήταν μάλλινοι και αμάνικοι, τους συγκρατούσαν από του ώμους περόνες, και το μάκρος τους ήταν μέχρι τα γόνατα. Οι ιωνικοί χιτώνες ήταν λινοί και κοντοί, δε στηρίζονταν με περόνες και κατέβαιναν μέχρι τα γόνα­τα". (Ηροδότου Ιστορία, Τερψιχόρη Ε').
Αγρισάκ: Ένα άλλο όνομα για το σποντύλ.
Ανεμίτα: Εργαλείο στο οποίο περνούν το νήμα (τσιλέδες). Έχει στύ­λους κλωστής τρύπιους στη μέση. Περνούν σε αυτούς το νήμα, το γυρίζουν πάνω σε ένα τάκο και ξετυλίγουν την κλωστή.
Αντία: Εργαλείο που μοιάζει με καρέκλα. Σε αυτό τοποθετείται το μιτάρ, το χτεν και οι κλωστές.
Αντοκούρ: Το κάθισμα ή ο καναπές του αργαλειού.
Φιραγό: Μεγάλη στοίβα.
Φορτικό: Λινό ύφασμα.
Ξας: Το ξεφλούδισμα του λιναριού.
Χτεν: Τα χτένι που περνά ανάμεσα από τα νήματα που υφαίνονται. Τραβιέται με το χέρι και χτυπώντας στο μασούρι σφίγγει το ύφασμα.
Καλάμ: Είδος μεγάλου μασουριού.
Κάμα: Άλλο όνομα της ρόκας.
Κελέπ: Άλλο όνομα της σίνας (τσιλές).
Κόφτε: Εργαλείο που χρησιμεύει για το κόψιμο του λιναριού.
Κουντσί: Το κοτσάνι του λιναριού.
Κουβέλ: Το λινάρι που δίνει σπόρο.
Λανάρ: Εργαλείο που χρησιμεύει για το ξύσιμο και το καθάρισμα των λιναριών.
Λαναρίς: Το λανάρισμα, η εργασία που γίνεται με το λανάρι.
Μακότς: Το εξάρτημα στο οποίο τοποθετείται το μασούρι. Το μασούρι τοποθετείται μέσα σε αυτό και κινείται μια προς τα αριστερά, μια προς ία δεξιά. Αφού το σφίξουν με το χτένι επαναλαμβάνεται η ίδια διαδικασία.
Μασούρ: Είδος μικρού μασουριού.
Μιτάρ: Εργαλείο του αργαλειού για το λινό, στο οποίο δένονται οι κά­θετες κλωστές.
Παρακάθ: Συγκέντρωση για να γίνουν δουλειές που έχουν σχέση με το λινάρι, το καλαμπόκι, τα φουντούκια κλπ.
Πατίτς: Ξύλινο πηδάλιο.
Πώμα: Στρογγυλό αντικείμενο που στριμώχνεται μέσα σε μια στοίβα και αποτελεί το κέντρο βάρους.
Ρόκε : Ρόκα, κωνικό ξύλο που τοποθετείται στην κορυφή ξύλινης βέργας.
Ροκοχάτ: Πέτσινο περιτύλιγμα που χρησιμεύει για να κρατά σφιχτά το νήμα πάνω στη ρόκα.
Σαλμί: Το ξύλο στο οποίο τυλίγεται το υφαντό.
Σπαθί: Ξύλινο εργαλείο που έχει το σχήμα σπαθιού.
Σποντύλ: Σιδερένιο ή χάλκινο εργαλείο. Μοιάζει σαν τσέρκι με ακτί­νες, σαν ομπρέλα. Χρησιμεύει για να στριφογυρίζει τη στοίβα.
Σίνα: Τσιλές, κουβάρι.
Τόλα: Το πλύσιμο του νήματος, που έχει τοποθετηθεί σε καλάθι, με νε­ρό και στάχτη (αλισίβα).
Τσάχρα: Το εργαλείο που χρησιμεύει για να τυλιχτεί στο μασούρι το νήμα που ξετυλίγεται από την ανεμίτα.
Τσάμ: Πλεγμένες κλωστές.
Βουρτσί: Βούρτσα φτιαγμένη από τρίχες αρσενικού γουρουνιού.

 Εργαλεία.

Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται στο Τσορούκ
Κερεντή: Είδος δρεπανιού
Ασκεπάρ: Σκεπάρνι
Μακέλ: Σκαπάνη
Ιφτάρ: Φτυάρι
Δροπάν: Δρεπάνι
Μούρτς: Σιδερένιο εργαλείο που χρησιμεύει να τρυπάει πέτρες
Τσάπα: Τσάπα Λιχτρί: Δικράνι
Βίρκα: Φτυάρι με τέσσερις διχάλες
Πρασοφτέρ: Τσουγκράνα
Ορς: Αμόνι
Κονετέρ: Ακόνι
Κλώστρα: Χειροκίνητο ακόνι
Μάτρικα: Σφυρί
Λομ : Μακρύ σίδερο που χρησιμεύει για το κομμάτιασμα πέτρας
 Βαριόζ: Βαρίδι



* Σ.τ.μ στην τουρκική μετάφραση του αποσπάσματος της Ιλιάδας τα σκεπάσματα χαρακτηρίζονται λινά ενώ στο αρχαίο κείμενο και στην νεοελληνική του με­τάφραση δεν αναφέρονται ως λινά. Ο συγγραφέας του βιβλίου επηρεασμένος από την τουρκική μετάφραση χρησιμοποιεί το απόσπασμα για να δείξει ότι το λινό ανα­φέρεται και στον Όμηρο.





 Ομέρ Ασάν
Γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1961. Αποφοίτησε απο το λύκειο Περτεβνιγιάλ της Κωνσταντινούπολης και απο το τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων της Σχολής Ελευθέρων Σπουδών του Πανεπιστημίου της Άγκυρας.
Το 1994 βραβεύτηκε με το βραβείο Ιπεκτσί για την αρθρογραφία του σχετικά με τη μαύρη Θάλασσα. ο Ομέρ Ασάν συνεχίζει να ασχολείται με θέματα ιστορίας και πολιτισμού της μαύρης θάλασσας.


 "Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah