ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012



 
Ολόρθο, επιβλητικό, στέκεται κατάντικρυ στην θάλασσα το ξακουστό σχολειό μας — ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΟΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣκαμάρι της πόλης μας και όλου του ποντιακού ελληνισμού.
 Όταν περνάς απ' έξω όλο και κάποια τάξη θα έχη Ωδική και τότε ακούς:
 —Ω λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου...
 Αν όχι αυτό, τότε το άλλο:
 —Μαύρ' είν' η νύχτα στα βουνάάάάά.
 Η τσάντα στο ένα χέρι, το κασκέτο στο κεφάλι και στο άλλο χέρι το καλάθι με το φαγητό, τα πόδια δεν περπατούν, χοροπηδούν και πότε το ένα κλωτσάει μια πέτρα, πότε το άλλο, ως που να φτάσουν στην μεγάλη σιδερένια πόρτα, όπου άγρυπνος φρουρός ο Λογγινίδης, με την μακριά βιβλική του γενειάδα, δίνει τον τόνο της αλλαγής της ατμοσφαίρας με την απλή και μόνο εμφάνισή του ή —όταν δεν φτάνει αυτή— και με την βίτσα.
 Θεέ  μου,  πόσο  όμορφη  και  πόσο  ευρύχωρη  είναι  η  τάξη  μας  με  τα  μεγάλα  πλατιά παράθυρά  της  γεμάτα  φως!  Σωστή  ζωγραφιά  είναι  πέρα  το  πέλαγος,  όπου  συχνά γράφονται μαύρες μακριές λουρίδες επάνω στο  γαλάζιο —κοπάδια από  δελφίνια που κυλιούνται  και  τρελλοπαίζουν  πηδώντας  έξω  απ'  τα  νερά—  γεμάτος  πάντα  ο  αέρας γλάρους, που πετούν ασταμάτητα γύρω τριγύρω, ζυγίζοντας τα κάτασπρα φτερά τους και κάθε τόσο βουτούν στην θάλασσα για να τσιμπήσουν κάτι.
 Οχλοβοή στην τάξη, απότομα, όμως, πάγος —μπήκε ο δάσκαλος! Όρθιοι όλοι εμείς κι εκείνος τραβά στην έδρα σοβαρός:
 —Καθίστε...
 Μαθητής του δημοτικού σχολείου ήμουν πολύ επιμελής, πολύ εύτακτος, πολύ ντροπαλός
—κοκκίνιζα με το παραμικρό— αλλά αυτές μου οι ιδιότητες δεν μ' εμπόδιζαν καθόλου να συναγωνίζομαι με αρκετή επιτυχία τους «αμελείς» με κάθε είδους αταξία.
 Ήμουν πολύ καλός στα Ελληνικά και είχα τέτοιο ταλέντο στην απαγγελία, ώστε όταν ο δάσκαλος μας έβαζε ν' αποστηθίζουμε ποιήματα, με σήκωνε πρώτον και καλύτερο και τότε εγώ, πολύ περήφανος, τιναζόμουν ευθύς απ' το θρανίο μου κι απάγγελνα με στόμφο:

Ο αέρας θύμωσε
με τον ήλιο μάλωσε!
Ο αέρας έλεγε:
—Είμαι δυνατότερος!..
Και ο ήλιος έλεγε:
—Σε περνώ στην δύναμη!...

Τέντωνα το κορμί μου, τόνιζα δυνατά την κάθε λέξη, χρωμάτιζα κατάλληλα τον κάθε στίχο κι άπλωνα τα χέρια μου σε άνοστες χειρονομίες, για το ζωντάνεμα της περιγραφής του ποιητή. Το φόρτε μου, μάλιστα, ήταν ένα άλλο ποίημα, όπου ήμουν άφθαστος:

Είπ' ο καπνός μια μέρα μεγάλος θα γινώ
θ' ανέβω στον αέρα
θα πάω στον ουρανό!..

Και δεν ήταν μόνο η απαγγελία που μου εξασφάλιζε μια δόξα, αλλά και οι εκθέσεις. Στο μάθημα αυτό κανένας δεν με συναγωνιζόταν κι όταν ο δάσκαλος μας έβαζε να γράψουμε την έκθεσή μας στο σχολειό, εκεί μπροστά του —ω τι χαρά!— ενώ οι άλλοι πελάγωναν και κοιτούσαν απελπισμένοι τους γλάρους έξω απ' τα παράθυρα, εγώ κουλουριαζόμουν επάνω στο θρανίο, γρατζούνιζα με οίστρο το χαρτί, τέλειωνα πάντα πρώτος, σηκωνόμουν και παράδινα το τετράδιό μου, προς κατάπληξη και θαυμασμό των άλλων παιδιών, που ιδροκοπούσαν ακόμα και αγκομαχούσαν.
 Όση, όμως, δόξα μάζευα στα Ελληνικά, την έχανα στα Μαθηματικά —δεν τάπαιρνα, ο καημένος με το μοιραίο αποτέλεσμα να πέφτω σε ανυποληψία την ώρα των δεκαδικών ή των κλασμάτων και να περιμένω με υπομονή τις άλλες καλές μου ώρες, για να ξαναγυρίσω στην διασημότητα.
 Ο δάσκαλός μας των Ελληνικών με συμπαθούσε πολύ κι όταν με σήκωνε στο μάθημα συνήθιζε να λέει:
 —Έλα εσύ... δημοσιογράφε!
 Όμως, ο τόσο απίθανος εκείνος τίτλος, ίσως δεν οφειλόταν μόνο στις εκθέσεις μου αλλά και στο γνωστό στον δάσκαλό μου γεγονός ότι πριν από ένα ή δυο χρόνια είχα έλθει κι όλας σ' επαφή με το δημοσιογραφικό επάγγελμα κι απέκτησα, επομένως, ένα δικαίωμα στον τίτλο, άσχετα αν η εμπειρία μου περιορίσθηκε μονάχα στην τέχνη του... διπλωτή εφημερίδων.
 Τύχη;   Σύμπτωση;   Όπως   και   νάναι,   η   ευκαιρία   της   πρώτης   επαφής   μου   με   την δημοσιογραφία δόθηκε απ' την φιλόστοργη αντίληψη της μητέρας μου, ότι τα καλοκαίρια, με τις διακοπές, δεν έπρεπε ν' αφήνωμαι ελεύθερος στους δρόμους ή να παίζω κάτω στο γιαλό, αλλά ν' απασχολούμαι κάπου, σαν καλό παιδί, και τον Σεπτέμβριο πάλι με το καλό να ξαναγυρίζω πίσω στα βιβλία μου και στο θρανίο.
 —Άφησε το παιδί να παίζει, έλεγε ο πατέρας.
 —Όχι, έλεγε η μητέρα, είναι και λίγο χαchεμένος, πρέπει να ξυπνήσει.
 «Χαchεμένος» στα ποντιακά σημαίνει «ζεματισμένος» και το επίθετο αυτό το χρησιμοποιούσαν για τα ντροπαλά παιδιά —έτσι ήμουν κι εγώ μπροστά στους μεγάλους — έπρεπε, λοιπόν, να ξεζεματιστώ λιγάκι, ν' αποκτήσω θάρρος, με λίγα λόγια να ξυπνήσω.
 Με την απόφαση αυτή, λοιπόν, με είχε πάρει κάποια μέρα η μητέρα μου και με πήγε στα γραφεία της εφημερίδας «Φάρος της Ανατολής» των αδελφών Σεράση, με τους οποίους είχαμε μια μακρινή συγγένεια. Ανεβήκαμε τις σκάλες —κάτω ήσαν τα τυπογραφεία και το βιβλιοπωλείο— και μπήκαμε σ' ένα επιβλητικό γραφείο, όπου ήταν σκυμμένος στα χαρτιά του, σοβαρός, ο κ. Δημήτριος Σεράσης.
—Καλημέρα, Δημητράκη, του είπε η μητέρα μου, να, σου έφερα το παιδί.
 Κι ύστερα του τόνισε την επιθυμία της να μου δώσει καμιά δουλειά, ώστε να μη γυρίζω στους δρόμους τώρα που δεν είχαμε σχολειό. Χοντρός χοντρός και κάπως νευρικός ο κ. Δημητράκης —μ' ένα τικ που του τίναζε κάθε τόσο το κεφάλι προς τα πίσω με χάιδεψε με καλοσύνη κι ύστερα φώναξε τον αδελφό του τον Γιωργάκη —που ήταν λιγνός— και συζητούσαν οι δυο τους για την δουλειά που θα μου ανάθεταν, ενώ εγώ κοιτούσα γύρω, πολύ  εντυπωσιασμένος  απ'  το  περιβάλλον:  εφημερίδες  πολλές  επάνω  στο  γραφείο, μεγάλες βιβλιοθήκες, βαθιές πολυθρόνες, μια σφαίρα υδρόγειος, κάδρα στους τοίχους κι ο κρότος του πιεστηρίου που ερχόταν από κάτω μαζί με την περίεργη εκείνη μυρουδιά της φρέσκιας τυπογραφικής μελάνης, που θα με παρακολουθούσε αργότερα σ' όλη την ζωή μου.
 —Έλα μαζί μου.
 Ήταν ο κ. Γιωργάκης Σεράσης που μου μίλησε και με οδήγησε σ' ένα άλλο μεγάλο δωμάτιο, όπου δυο τρεις άνθρωποι ήσαν σκυμμένοι σ' ένα πελώριο τραπέζι και διπλώνανε πυρετωδώς εφημερίδες.
 —Κοίταξε...
 Κοιτούσα και θαύμαζα τα χέρια τους, με πόση γρηγοράδα πιάναν την εφημερίδα και —τακ, τακ, τακ— την διπλώνανε σε τέσσερα και την βάζαν κατά μέρος, όπου υψωνόταν όλο και μεγαλύτερος σωρός:
 —Βλέπεις;
 —Ναι, βλέπω...
 —Κάθισε, λοιπόν, εδώ. Σιγά σιγά θα μάθεις κι εσύ να τις διπλώνεις έτσι.
 Έμεινα, έμαθα κι έτσι διπλώνοντας εφημερίδες και τυλίγοντας επίσης την ταινία των συνδρομητών —τακ και το γραμματόσημο από πάνω— πήρα το πρώτο βάπτισμα στην... δημοσιογραφία μαζί και τον τίτλο του δημοσιογράφου!
 Προς το παρόν, ωστόσο, ούτε η πείρα μου του διπλωτή εφημερίδων, ούτε ο τίτλος μου προκαλούσαν ενθουσιασμό για το επάγγελμα, πολύ περισσότερο γιατί είχα ένα άλλο αξιόλογο προσόν, που θα μου εξασφάλιζε σίγουρα την επιτυχία σε αλλά στάδια δόξας: Είχα φωνή, ήμουν καλλικέλαδος!
 Αυτό μου το προσόν το ανακάλυψε ένας άλλος δάσκαλός μας, Νικόλαος Τσιράχ, απ' την Ιθάκη, που μας δίδασκε Γεωγραφία και Ιστορία. Ψάλτης ο ίδιος, ήταν σε θέση να εκτιμήσει θησαυρούς τέτοιου είδους και γι' αυτό όχι μονάχα με είχε ξεχωρίσει αλλά κι έδειχνε μεγάλη προθυμία να μου ετοιμάσει στοργικά ένα καλό μέλλον —ίδιο με το δικό του το παρόν— δημοδιδάσκαλου και ψάλτη. Έπρεπε να σταθεροποιήσω από νωρίς τις κλίσεις μου και να χαράξω την πορεία μου για τον ερχόμενο αγώνα της ζωής.
 Αυτός ο δάσκαλος, λοιπόν, έγινε γρήγορα ο καλός οδηγός και προστάτης μου κι ύστερα από μερικές ασκήσεις της φωνής μου, με πήρε κανονάρχη στην εκκλησιά, κοντά του, για ν' αρχίσω την θητεία μου στο ιερό επάγγελμα του ψάλτη.
Τα πρώτα βήματά μου στην ψαλτική ήταν πολύ ικανοποιητικά αν και ο ρόλος μου περιοριζόταν αυστηρά, προς το παρόν, σ' ένα μονότονο αααααααααα με το οποίον συνόδευα τις φωνητικές εξάρσεις του δασκάλου μου. Η μόνη ποικιλία ήταν ότι αυτό το «άααα» μπορούσε να γίνει:
 —Ίιιιιιιιιιιιιι...
 Ή ανάλογα με την περίσταση:
 Όοοοοοοοο....
 Δεν θυμάμαι αν η αλλαγή αυτή γινόταν με ορισμένους κανόνες ή αν αφηνόταν εντελώς στην πρωτοβουλία του κανονάρχη, πάντως εγώ κρατούσα πολύ σωστά το «ίσο» και αποσπούσα τους επαίνους του Τσιράχ, που δεν ήταν δα ένας κοινός ψάλτης, αλλά ταλαντούχος ενός επαγγέλματος ιερού, όπου έβαζε όλη την χριστιανική ευλάβεια του και το ψαλτικό του πάθος. Αυτό φαινόταν καθαρά προ πάντων την εβδομάδα των Παθών, όταν ο Τσιράχ συνέπασχε με τον Κύριο και ζούσε τόσο έντονα αυτά που έψελνε, ώστε πολλές φορές γλιστρούσε ένας λυγμός μέσα στο «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται», ή στον «Νυμφώνα σου βλέπω», ή «Τα Πάθη τα σεπτά...».
 Στην μικρή εκκλησιά όπου έψελνε στο Μετόχι— εκκλησιαζόταν κι ο πατέρας μου που μ' έβλεπε με καμάρι κι άκουε με πολύ ενδιαφέρον τις λαμπρές προοπτικές του δασκάλου και προστάτη μου:
 —Είναι καλός ο γιος σας, πολύ καλός. Δείχνει επίσης πολύ καλή επίδοση στη βυζαντινή μουσική που του διδάσκω κι έτσι είμαι βέβαιος ότι θα γίνει με τον καιρό άριστος ψάλτης!
 Η ψαλτική ταίριαζε πολύ με τα φιλόθρησκα αισθήματα του πατέρα μου γι' αυτό και με μεγάλη στοργή με παρακολουθούσε τώρα στο σπίτι και χαιρόταν όταν μ' έβλεπε σκυμμένον επάνω στο χοντρό βιβλίο με τα ιερογλυφικά βυζαντινά σημάδια, να ξελαρυγγίζομαι μελωδικά:
 —Πα, βου, γα, δι, κε, ζω, νι παααα...
 Άνετα έπιανε η φωνή μου ολόκληρη την βυζαντινή οχτάβα κι αφού στεκόταν κι επέμενε στο ανώτατο σκαλί της πα, πα, πα, παααααα— απότομα κατρακυλούσε προς τα κάτω αντίστροφα:
 —Νι, ζω, κε, δι, γα, βου, παααααα...
 Γρήγορα άρχισα να μπαίνω στο νόημα των «ήχων» —πλάγιος πρώτος, πλάγιος δεύτερος,βαρύς κλπ. και να ψέλνω με κάθε άνεση κάθε λογιών τροπάρια, όπως, ας πούμε, τα «πασαπνοάρια».
 —Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον.
 Ή τα «ανοιξαντάρια»:
 —Ανοίξαντός Σου την χείρα, τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος...
Ή τα «δοξαστικά» και άλλα. Δεν χρειάστηκε, δηλαδή, περισσότερο από ένας χρόνος για ν' αναπτύξω όλες μου τις δυνατότητεςκαι τόσο μάλιστα εκπληκτικές— ώστε πολλές φορές ο δάσκαλός μου σταματούσε στα ψηλότερα σημεία του τροπαριού και μ' άφηνε να ψέλνω ολόκληρη φράση μόνος μου, οπότε άφοβα συνέχιζα με μια φωνή καμπανιστή, που έκανε το εκκλησίασμα να στρέφει με απορία προς το στασίδι μας για να δει ποιος ήταν ο νέος τούτος αστέρας που ανάτελλε στο ψαλτικό στερέωμα.
  Στο σχολειό όλα πηγαίνανε καλά, αλλά το καλύτερο απ' όλα ήταν ότι ζύγωναν οι διακοπές των Χριστουγέννων κι αυτό μας γέμιζε αγαλλίαση κι ανυπομονησία.
 Ανυπόμονα, λοιπόν, κι εγώ περίμενα πάντα όλες τις γιορτές, αλλά είχα ιδιαίτερη αγάπη στις χειμωνιάτικες —Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Φώτα κι όλο σήκωνα τα μάτια μου στον ουρανό, περιμένοντας με λαχτάρα πότε θα χιονίσει. Μου άρεσε πολύ το χιόνι κι είχε μείνει αξέχαστη στο μυαλό μου μια χρονιά —σε ηλικία 4 ή 5 χρονών που είχε ρίξει τόσο πολύ μέσα στην πόλη, ώστε σκεπάστηκαν οι δρόμοι σε ύψος τουλάχιστον δύο μέτρων, αφού ανοίγοντας το παράθυρό μας το πρωί —στο επάνω πάτωμα του σπιτιού βλέπαμε ότι είχε χαθεί το ισόγειο κι η πόρτα του σπιτιού μας. Ο χιονισμένος δρόμος είχε ανέβει ψηλά, μέχρι το μπαλκόνι, κι αν δεν κινδύνευες να βουλιάξεις, μπορούσες να κατέβης από εκεί.

 Τόσο βαρύς χειμώνας, όμως, δεν είχε ξαναγίνει από τότε, κι έτσι περιόριζα την ευχαρίστησή μου σε ό,τι πρόσφερε ο καλός Θεός τις γκρίζες χειμωνιάτικες ημέρες, βροχές, χιονόνερα, βοριάδες παγωμένους κι όχι πολύ σπάνια και το χιόνι. Τέτοιες μέρες πήγαινα με πολύ μεγαλύτερη χαρά μου στο σχολειό, κρατώντας στο ένα χέρι τα βιβλία και στο άλλο το καλαθάκι με το φαγητό, που μου ετοίμαζε η μητέρα στοργικά, χωρίς να παραλείπει το γλυκό από σύκα —«ρετσέλι»— γιατί αυτό αποτελούσε την ιδιαίτερη απόλαυσή μου. Στην μεγάλη αίθουσα του εστιατορίου του σχολειού μας τρώγαμε το μεσημέρι τα περισσότερα παιδιά, για να μη χάνουμε καιρό στο πήγαιν' έλα.
 Όμως μια κάποια τέτοια μέρα —παραμονές γιορτών— μου στοίχισε μια σοβαρή ανοησία που κλόνισε την φήμη μου σαν καλού και υπάκοου παιδιού. Ήταν ένα γκρίζο πρωινό, με βροχή και με χιονόνερο. Έξω έκανε κρύο αλλά μέσα στην τάξη μας πολύ γλυκειά κι ευχάριστη ατμόσφαιρα. Ο δάσκαλός μας μπήκε σοβαρός, αγουροξυπνημένος, κόπηκε η φασαρία και σηκωθήκαμε όλοι.
 —Καθίστε,είπε άκεφα.

Καθίσαμε εμείς, κάθισε κι εκείνος στην έδρα του, έβγαλε τα γυαλάκια του —φορούσε πεταλούδες τα σκούπισε με το μαντήλι κι ύστερα από λίγο έκανε να βγάλει τον κατάλογό του, αλλά στραβομουτσούνιασε —τον είχε ξεχάσει σπίτι. Κάτι μουρμούρισε, κοίταξε ολόγυρα κι ύστερα το μάτι του έπεσε σε μένα:
 —Πετάξου, μου είπε, στο σπίτι μου και πες της μητέρας μου να σου δώσει τον κατάλογό μου. Τον άφησα επάνω στο γραφείο.
 —Μάλιστα, κύριε.
 —Γρήγορα. Και, άκουσε... Δεν φαντάζομαι να τον ανοίξεις, ε; Θα μου τον φέρεις έτσι όπως θα σου τον δώσει. Αν τον ανοίξεις, θα το καταλάβω... άντε!
—Μάλιστα, κύριε.
 Το σπίτι του δασκάλου μας των Ελληνικών ήταν τότε ο Νίκος Καπνάς, ο πιο νέος απ' όλους τους δασκάλους, γείτονάς μου βρισκόταν πολύ κοντά, απέναντι στο δικό μας, ήξερα πολύ καλά την μητέρα του, όπως και την μικρή του αδελφή. Μ' αυτήν παίζαμε όλα τα παιδιά της συντροφιάς, αλλά αυτά δεν εξασφάλιζαν καμιά οικειότητα με τον δάσκαλό μας, που ήταν αυστηρός και μας κρατούσε σε απόσταση.
 Για πότε βρέθηκα στον δρόμο ούτε κι εγώ κατάλαβα. Τρεχάλα έφτασα στο σπίτι, χτύπησα την  πόρτα, είδα  την  συμπαθητική μητέρα  του  δασκάλου  μας,  της  μίλησα  λαχανιαστά, εξήγησα τι ήθελα και σε δυο λεπτά είχα στα χέρια μου τον πολύτιμο κατάλογο.
 Τρεχάλα πήρα πάλι τον δρόμο για το σχολειό το χιονόνερο είχε δυναμώσει— ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά γιατί είχα πλήρη συναίσθηση της σοβαρότητας της εμπιστευτικής εκείνης αποστολής. Δεν ήταν δα μικρή υπόθεση! Είχα στην τσέπη μου το μικρό ανεκτίμητο σημειωματάριο με τα πιο σπουδαία μυστικά του κόσμου: τους βαθμούς μου και τους βαθμούς των άλλων συμμαθητών μου. Αν τον άνοιγα λιγουλάκι να δω μονάχα τους δικούς μου βαθμούς;
 Και να η αγωνία ένας μικρός Αμλέτος μέσα στο χιονόνερο:
 —Να τον ανοίξω ή να μην τον ανοίξω; Ιδού η απορία!...
 Τεράστια ηθικά προβλήματα ορθώθηκαν απότομα μπροστά μου και μου έκοψαν την φόρα της τρεχάλας, μου ελάττωναν τον ζήλο. Κοντοστεκόμουν, έβγαζα λίγο τον κατάλογο απ' την τσέπη μου, τον κοίταζα, αλλά ήμουν τόσο καλό παιδί, που δεν μου πήγαινε η καρδιά να προδώσω την εμπιστοσύνη του δασκάλου μου, ούτε και να παραβώ την κατηγορηματική υπόσχεσή μου. Τον ξανάχωνα πάλι βαθειά και προχωρούσα στην βροχή, αλλά πολύ ανήσυχος. Ο δαίμονας της περιέργειας μ' έτρωγε κι ο πειρασμός σε κάθε βήμα μου γινόταν όλο και πιο μεγάλος, τόσο που δεν μπόρεσα ν' ανθέξω ως το τέλος. Σε μια στιγμή, λοιπόν, τον ξανάβγαλα αποφασιστικά, γύρισα τα φύλλα με λαχτάρα, βρήκα τ' όνομά μου, είδα τους βαθμούς μου, χάρηκα και τον ξανάκλεισα γρήγορα κατευχαριστημένος.
 Είπε, ότι αν τον ανοίξω τον κατάλογό του, θα το καταλάβει. Πώς θα το καταλάβει; Ησυχασμένος με την σκέψη αυτή, σκέφτηκα, προχωρώντας, ότι θα ήταν μια καλή ευκαιρία να κάνω τον καλώς πληροφορημένο και στους άλλους συμμαθητές μου, αν έβλεπα και μερικούς  άλλους  βαθμούς.  Με  λιγότερους  δισταγμούς  ξανάνοιξα  τον  κατάλογο  και κοιτούσα επί πολλή ώρα λαίμαργα πολλά ονόματα και πολλούς βαθμούς, ξεφυλλίζοντας τις σελίδες μία μία και προσπαθώντας ν' αποτυπώσω στην μνήμη μου όσα περισσότερα ονόματα μπορούσα.
 Πολύ αργοπορημένος έφτασα στο σχολειό και μπήκα στην τάξη λαχανιασμένος και μουσκίδι.

—Άργησες, μου είπε ο δάσκαλος. Γιατί;
 Χωρίς ν' απαντήσω έβγαλα τον κατάλογο απ' την τσέπη μου και του τον έδωσα.
 —Μήπως τον άνοιξες;
 —Όχι, κύριε.
—Είσαι βέβαιος;
 —Μάλιστα, κύριε.
 Βέβαιος κι ο δάσκαλός μας ότι έλεγα την αλήθεια —με ήξερε κι εκείνος για καλό παιδί— πήρε τον κατάλογο και τον άνοιξε, οπότε είδα το πρόσωπό του να παίρνει ξαφνικά μια έκφραση φρίκης! Κι όσο γύριζε τα φύλλα τόσο η φρίκη του μεγάλωνε και φώναξε απελπισμένος:
 —Πω πω, τι μούκανες! Πω πω, τι μούκανες! Τι να σου πω τώρα, μωρέ; Βλάκα να σε πω;
Ηλίθιο να σε πω; Ψεύτη να σε πω; Ζώον να σε πω;
 Τι  είχε  συμβεί; Απλούστατα, όλος  ο  κατάλογος ήταν  μουντζουρωμένος  και  βρεγμένος. Ονόματα και βαθμοί ήσαν γραμμένα με μολύβι της μελάνης και καθώς γύριζα εγώ τα φύλλα, μέσα στη λαχτάρα μου, είχα ξεχάσει την βροχή που έπεφτε από πάνω!
 Βαρύτατα με πλήγωσε το περιστατικό εκείνο, αλλά, ευτυχώς, ήσαν μπροστά οι ωραίες διακοπές των Χριστουγέννων και οι άγιες γιορτές που πάντα παρηγοράνε τους ανθρώπους σ' όλες τους τις δυστυχίες.
 Μεγάλη γιορτή, βέβαια, ήταν τα Χριστούγεννα. Γλυκά αντιλαλούσαν μέσα στη νύχτα οι καμπάνες κι ο κόσμος πορευόταν στις εκκλησιές, χαρούμενος, για ν' ακούση την χριστουγεννιάτικη λειτουργία.

Δεύτε ίδωμεν, πιστοί,
που εγεννήθη ο Χριστός...

Με κατάνυξη παρακολουθούσαν οι πιστοί, με κατάνυξη έψελνα κι εγώ στην εκκλησιά μου, μόνο που κάπου κάπου ερχόταν στο μυαλό μου ο βρεμμένος κατάλογος του δασκάλου των Ελληνικών κι έμπαιναν έτσι στο ψάλσιμό μου μουγγά βαρυαναστενάγματα.
 Το ίδιο, μεγάλη και χαρούμενη, γιορτή ήταν η Πρωτοχρονιά μας, που στα παλιότερα χρόνια μάλιστα —θυμάμαι— ομόρφαινε πιο πολύ ακόμα με τους μασκαρεμένους, που το βράδυ της Παραμονής γυρνούσαν στα σπίτια και δίναν ένα ζωηρότερο αποκρηάτικο τόνο στη βραδιά.
 Η γιορτή, όμως, που με συγκινούσε περισσότερο απ' όλες, ήταν τα Φώτα, επειδή ίσως, εκτός απ' το χριστιανικό της περιεχόμενο, έπαιρνε κι έναν χαρακτήρα αθλητικό και ηρωικό. Γιατί  στην  μεγάλη  αυτή  γιορτή  ριχνόταν  ο  Σταυρός  στη  θάλασσα  κι  έπρεπε  να  τον «πιάσουν»  τα  παλικαριά  των  ενοριών  κι  αυτό  δεν  ήταν  εύκολη  δουλειά  μέσα  στις φουρτούνες και τα κρύα του Γενάρη.
 Χιόνιζε εκείνη την χρονιά. Γεμάτος χαρά έβλεπα απ' το στασίδι του ψάλτη, τις άσπρες πεταλουδίτσες να κολλάνε στο πολύχρωμο τζαμωτό της εκκλησιάς, ενώ έψελνα με οίστρο πλάι στον Τσιράχ. Βιαζόμουν, λαχταρούσα να τελειώσω κι όταν απόλυσε η εκκλησιά μας, πήρα το δρόμο τρεχάλα, ευτυχισμένος μέσα στο χιόνι και νάμαι σε λίγο κάτω στην παραλία του Αγίου Γρηγορίου, όπου ήταν πολύ πλήθος μαζεμένο και περίμενε την πομπή για την μεγάλη τελετή. Σ' ένα σημείο, δυτικά απ' τα μεγάλα βράχια του γιαλού μας, η στεριά προχωρώντας μέσα στην θάλασσα σχημάτιζε μια μικρή χερσόνησο κι από κει ήταν που έριχνε κάθε χρόνο ο δεσπότης τον Σταυρό.
Ασταμάτητα έπεφτε το χιόνι. Το κρύο τσουχτερό. Λυσσασμένη λες η θάλασσα σφύριζε και βροντολογούσε κάτω απ' το μαστίγωμα του αγέρα κι οι γλάροι —χιλιάδες— παλεύανε κι αυτοί και στριφογύριζαν μέσα στον βοριά, που καμιά φορά τους έπαιρνε και τρόμαζαν να ξαναζυγίσουν τα φτερά τους.
 Τα παλικάρια, ωστόσο, που θ' αγωνιζόντουσαν για να «πιάσουν» τον Σταυρό, δεν δείχναν να  σκοτίζονται. Νέοι,  γεροδεμένοι όλοι,  από  νωρίς  βρισκόντουσαν  εκεί  στην  παραλία, γυμνοί, και νάτους τώρα που κάνουν βόλτες ανυπόμονα μ' ένα παλτό ριγμένο στους ώμους κι ένα μπουκάλι κονιάκ, απ' όπου ρουφάνε πότε πότε μια γουλιά, ενώ τους δέρνει ο αγέρας και το χιόνι. Από κάθε ενορία είναι κι ένας άλλος απ' τον Άη Γρηγόρη, άλλος απ' την Αγιά Μαρίνα, τα Εξώτειχα ή τον Άγιο Βασίλειο, τον Ποζ Τεπέ κι αλλού.
 Αλλά νάτη κιόλας που κατεβαίνει η πομπή, με τον μητροπολίτη Χρύσανθο ντυμένον στα ολόχρυσα,  με   τους  παπάδες,  τους  ψαλτάδες  και  τα  εξαπτέρυγα,  τις   Αρχές     οι στρατιωτικοί με τις μεγάλες τους στολές και τα παράσημα, οι πρόξενοι και άλλοι.
 Το χιόνι γίνεται όλο και πιο πυκνό κι ο αγέρας όλο και πιο μανιασμένος. Αργά αργά προχωρεί η πομπή με ψαλμωδίες και φτάνει μέχρι την παραλία, που ανεμοδέρνεται και θαλασσοχτυπιέται, με βρόντους που αντιλαλούν σαν κανονιές απ' τα όρθια βράχια του Άη Γρηγόρη μέχρι πέρα στ' άλλα όρθια βράχια του Γκιουζέλ Σαράι.
 Εκεί, στο χείλος της ξέρας, φτάνει ο δεσπότης —έχοντας πίσω του όλη την πομπή και το ευλαβικό πλήθος των πιστών σηκώνει τον Σταυρό, ενώ τα παλληκάρια πήραν θέσεις και οι ψαλτάδες ψέλνουν:

Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...

Με το σήκωμα του Σταυρού όλοι οι αγωνιστές πετάνε από τους ώμους τα παλτά τους και καθώς έπεσε ο Σταυρός χυμούν μέσα στα ολόρθα κύματα, που τους σκεπάζουν τα κεφάλια με τους αφρούς κι εκείνοι χτυπιούνται και παλεύουν και κολυμπούνε και πότε φαίνονται να τινάζονται ψηλά στις κορφές των αφρών, πότε κατρακυλάνε στο βάθος, χάνονται, κι ύστερα ξαναφαίνονται σε κάποιες αφρισμένες κορφές των λυσσασμένων κυμάτων, προχωρώντας με πείσμα, σταθερά, κόντρα στον άνεμο, κόντρα στην μανία της φουρτούνας και στην κοσμοχαλασιά.
 Που να βρεθεί ο Σταυρός μέσα σε τούτο το κακό; Κι όμως, να που ζύγωσαν στο σημείο όπου ρίχτηκε, να που τον ψάχνουν, να που κάποιος τον είδε κι οι άλλοι μάχονται για να προλάβουν, να που αρπάζονται ακόμα και στα χέρια, βουτούν, εξαφανίζονται, φαίνονται πάλι και να, επί τέλους, κάποιο χέρι που σηκώνεται ψηλά, σφιχτά κρατώντας τον Σταυρό ανάμεσα στα δάχτυλα.
 Ποια ενορία νίκησε; Ο Άη Γρηγόρης, ο Άη Βασίλης, η Αγιά Μαρίνα, ο Ποζ Τεπές; Ο νικητής, αναψοκοκκινισμένος απ' την προσπάθεια, σκαρφαλώνει στην μικρή χερσόνησο και δίνει τον Σταυρό στα χέρια του δεσπότη.
 —Και του χρόνου!
 Δυο χρυσές λίρες είναι το έπαθλο. Αλλά τι αξίζουν δυο χρυσές λίρες μπροστά, στη δόξα;
Θεέ μου, πότε τάχα θα μεγαλώσω κι εγώ να πιάσω τον Σταυρό;






Δημήτρης Ψαθάς

"Η ΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ"

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah