1912-1913: Η σιωπηλή τραγωδία μέσα στην Αμισό

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

O πόλεμος στο βουνό,  είχε διάρκεια δυο χρόνια, 1912-1913, και ερχόμαστε προς το 1914. (Αλλά) ας έρθουμε (πρώτα), μέσα στην πολιτεία, να δούμε τι διαδραματίζεται σ' αυτή.
Εγώ τότε είχα περάσει κάμποσα επαγγέλματα, αλλά δεν μπορούσα να σταθεροποιηθώ σε κανένα. Και φαρμακοποιός ακόμη έγινα! Μαραγκός πήγα, σ' ένα μήνα έφυγα. Ράφτη με βάλανε, δεν μπορούσα, έφυγα. Σε μπακάλικο με βάλανε, έφυγα, είχα αγριέψει και από παντού έφευγα.
Είχα βγάλει την τετάρτη δημοτικού και προβιβάστηκα στην πρώτη Ελληνικού, αλλά επειδή είχαν τουρκικά και γαλ­λικά δεν ήθελα να τα μάθω. Η ταραχώδης ζωή μου δεν με άφηνε να καθίσω ήσυχα και να διαβάζω, ήθελα περιπέτεια, δεν μπορούσα, ήθελα να φύγω.
Και τώρα ακόμη μου συμβαίνει αυτό και το αποδίδω στην ανώμαλη κατάσταση που πέρασα στην εφηβική μου ηλικία. Πήγαινα στα βουνά, στα πατρικά μου χωράφια και έβλεπα αντάρτες, πτώματα, πολέμους, καμένα σπίτια, εξαγριωμένο κόσμο. Η γαλήνια και παραδεισένια εποχή είχε περάσει τόσο ξαφνικά, σε τόσο λίγο καιρό τέτοια αλλαγή!
Άλλοτε πάλι πήγαινα, όχι μόνο έβλεπα τα χωράφια τους, αλλά και τις γελάδες τους να βόσκουν αμέριμνα στις πε­διάδες. Πόσο μου άρεσε, σαν πήγαινα σ' εκείνα τα ήρεμα μέρη, στα άγια χώματα που μόνο ο Θεός τα ευλογούσε. Ήτανε σαν να 'χανα το μισό μου εαυτό, που στερούμουνα την φυ­σική ζωή του χωριού.

Μέσα στην πολιτεία η φυλή μας περνούσε την πιο δεινή εποχή. Στέλνανε τους Ρωμιούς στα μπουντρούμια, στις φυ­λακές. Αυτοί οι αγαθοί άνθρωποι του χωριού και του βουνού, χωρίς να φταίνε σε τίποτα, ζούσαν πίσω από της φυλα­κής τα σίδερα. Και το χειρότερο: είχαν στήσει κρεμάλες στο μεϊντάνι που ήταν το ρολόι της πλατείας της Αμισού, γύρω γύρω, και κάθε βράδυ κρεμούσαν πενήντα πενήντα! Τα ξύλα ήταν καρφωμένα και τα μετρούσα, ήμουνα ένα παιδί 14 χρονών, ήτανε πενήντα κρεμάλες. Κρεμούσαν και γυναίκες, αλλά πιο πολύ άνδρες, ανθρώπους αγαθούς, δίκαιους, με την πιο παραμικρή αφορμή. 
Βρίσκαν μια δικαιολογία, ότι τάχα ήταν λιποτάκτες του στρατού ή ότι έδωσαν τρόφιμα στους αντάρτες, η ότι επαναστάτησαν εναντίον του κράτους και τους κρεμούσαν.
Όλα αυτά μέσα μου γίνονταν ένας όγκος αγανάκτησης και πλήξης. Τι να κάνω να σκοτώσω Τούρκους; Δεν είχα τέ­τοιες τάσεις, δεν ήμουνα αιμοβόρος. Καθόμουνα στην ακρο­θαλασσιά, η αμμουδιά μας ξεχώριζε από τη θάλασσα, η μια πλευρά του κήπου μας ήταν στο Βασιλικό δρόμο και η άλλη στη θάλασσα. Έβγαινα στη θάλασσα, γύριζα, καθόμουνα σε καμιά σκιά και λογάριαζα.
Μετρούσα και αναπολούσα στη φαντασία μου όλο αυτό το δράμα. Έλεγα να κλέψω μαζί με τους φίλους της ηλικίας μου, που τους έβλεπα κι αυτούς η να πάω στη Ρωσία, αλλά ένα τέτοιο πράγμα ήταν ακατόρθωτο. Από την άλλη μεριά έλεγα: Που είναι η Ελλάδα; Γιατί στο σχολείο όλο ακούμε εξυμνήσεις, εξυμνήσεις; Πού είναι οι ήρωες, δεν τα ξέρουν αυτά; Νόμιζα, ότι ήταν αθάνατοι από όσα μας μάθαιναν οι γιαγιάδες μας... 
Ο Πελοπίδας... Μολών Λαβέ... Από την άλλη μεριά έλεγα: αυτοί οι Πρόξενοι, που αντιπροσωπεύουν το χρι­στιανικό κράτος, δεν βλέπουν αυτή την κατάσταση; Πολλές φορές που χιόνιζε πολύ, η μάνα μου με κουκούλωνε και πή­γαινε στα Προξενεία που ήταν προς τη γειτονιά μας (από δω ως την Ομόνοια και πιο κοντά) και τους πήγαινε το γάλα τους.
Εγώ κοίταζα όλη την οικογένεια ευλαβικά. Η φύση μ' έσπρωχνε, έτσι με τη θλιμμένη και σεμνή όψη μου (προς τα προ­ξενεία) μπας και σκεφτούν  και λογικευτούν και κάνουν κάτι, για να σώσουν τον κόσμο που τόσο βασανίζονταν. Έβλεπα όμως ότι τέτοια σκέψη δεν περνούσε από το μυαλό τους, αυ­τοί περιορίζονταν μόνο στο δικό τους χουζούρι και δεν πή­γαιναν ούτε με το μέρος των Ρωμιών ούτε με το μέρος των Τούρκων. Γύριζα πάλι πιο λυπημένος από πριν στο σπίτι μας.
Η μάνα μου, μια χωριατοπούλα, καταγίνονταν με το σπίτι της, με την αγελάδα της και δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να λέει: «μάθε ένα επάγγελμα, να βάλεις ένα χρυσό βραχιόλι στο χέρι σου». Η τραγική κατάσταση συνεχιζόταν στα χω­ριά και μέσα στην πολιτεία. Για χατήρι της μάνας μου, που νοιαζόταν τόσο για μένα, πήγα κι έπιασα σ ένα τσαγκαράδικο δουλειά. Από την πρώτη στιγμή έδειξα ζήλο και αγάπη σ' αυτή τη δουλειά.
Ο μάστοράς μου ήταν ένας απλοϊκός άνθρωπος και δεν μου έκανε το ζόρικο αφεντικό κι ένιωθα ανεξαρτησία.
Σαν πέρασε ένας χρόνος, μ' όλο που ήμουνα ανήσυχο πνεύμα, κατόρθωσα να κάνω μεγάλη προκοπή. Εκτός (όμως) από την τέχνη μου, καταλάβαινα, πως κάτι άλλο έπρεπε να κάνω, να μη μείνω μακριά από τη δράση και από τον αγώνα.
Βοηθούσα τους φυλακισμένους. Τους πήγαινα νερό να πι­ούν, τους πήγαινα καπνό να καπνίσουν, κινίνα τους πήγαινα, ακόμα και πληροφορίες και έπαιρνα πληροφορίες από αυ­τούς και τις πήγαινα στους άλλους. Οι Τούρκοι με έδιωχναν και με απειλούσαν. Εγώ όμως συνέχιζα το χαβά μου και βοη­θούσα, όσο μπορούσα, τους φυλακισμένους.
Ενώ γινόταν αυτά, ο μάστοράς μου, με πήρε και πήγαμε σ' ένα εργοστάσιο, που εργάζονταν 3-4 Αρμένηδες και τρεις Έλληνες. Το εργοστάσιο όμως ήταν ελληνικό και οι Αρμέ­νηδες απουσίαζαν. Τότε μάθαμε ότι έγινε η σφαγή των Αρμένηδων! Τους σκότωσαν με μαχαίρια, με τουφέκια, έγινε η νύ­χτα του αγίου Βαρθολομαίου! Τους πήγαιναν με τις βάρκες βαθιά στη θάλασσα, τους βάζαν πέτρες στο λαιμό και τους έπνιγαν. Τους έσφαζαν στο βουνό και τους λεηλατούσαν τα σπίτια.
Πολλούς απ' αυτούς, με τη μεσολάβηση του Δεσπότη και με τη βοήθεια των Ελλήνων της Αμισού, κατόρθωσαν να τους γλυτώσουν. Από τους ίδιους όμως Αρμένηδες προδόθηκαν  οι δικοί μας, για το καλό που τους κάναν, και οι Τούρκοι τους εξόρισαν στα μεσόγεια. Αυτό το 'παθαν γιατί λυπήθηκαν τους Αρμένιους. Ταυτόχρονα και τον Γερμανό, το Δεσπότη, μαζί με το δικηγόρο του, το Χριστάκη, τους έστειλαν στην Ελλάδα. Τους άλλους τους σκότωσαν στα μεσόγεια της Τουρκίας.
Πολλοί από τους Αρμένιους κατόρθωσαν, μέσω των Ελλήνων, να φύγουν στα βουνά. Κι εγώ βοήθησα πολλούς απ αυτούς, γιατί ήξερα τα μονοπάτια. Τους πήγαινα, τους ανηφόριζα αρκετά και εκεί βρίσκαμε, στα βουνά, αδελφική φιλοξενία, κοντά στους αντάρτες.
Οι αντάρτες ήταν γύρω στους τετρακόσιους, πήραν όπλα και τροφές και είχαν άσυλο εξασφαλισμένο. Έμαθαν κι από άλλα μέρη ότι ήταν αντάρτες (εκεί) και πήγαιναν (σ' εκεί­νους) ακόμα και από τη Σεβάστεια.

1914-1915: Ευρωπαϊκός Πόλεμος
Μέσα στην Αμισό επίτασαν και έσφαζαν. Ήρθαν από τη Ρούμελη, Μακεδονία, Θράκη, Τούρκοι πρόσφυγες από τους Βαλκανικούς Πολέμους και θέλανε να τους βάλουν στα σπίτια των Αμισιανών. Ο Δεσπότης πάτησε πόδι και τους είπε δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό και έτσι τους τρά­βηξαν και τους πήγαν στον Τσαρτσαμπά, που ήταν τα σύ­νορα.
Συγχρόνως ειδοποίησε ο Δεσπότης τους αντάρτες, να μην τους αφήσουν, τους αλλόθρησκους, να μπούνε σε ελ­ληνικά χωριά.
Μόλις τους είδαν οι αντάρτες από τις σκοπιές, κατάλα­βαν πως ήταν Τούρκοι πρόσφυγες και έρχονταν να καταλά­βουν χωριά και σπίτια. Όταν λοιπόν έφθασαν στο χωριό Κιρεσλίκ, που ήταν από το χωριό Τεκέκιοϊ, εκεί ακριβώς που ήταν ένα Μοναστήρι πολύ ωραίο, με κυπαρίσσια, το Μονα­στήρι του άγιου Γεωργίου, βγήκαν απότομα μπροστά τους. Ήταν κρημνός και οι αντάρτες πίσω από τις πέτρες έκαναν χαρακώματα. Ειδοποίησαν λοιπόν τους Τούρκους να γυ­ρίσουν πίσω, χωρίς λόγια. 
Οι Ζανταρμάδες και οι αξιωμα­τικοί θέλησαν να μη δώσουν σημασία και είπαν: πιάστε τους! Αλλά αυτοί πήραν τα όπλα τους και τους θέρισαν! Και η προ­σφυγιά κατατρομαγμένη γύρισε στην Αμισό.
Από τον Καύκασο μαθαίνουμε ότι προχωρούν τα ρωσικά στρατεύματα από την άλλη μεριά.
Αιμμοραγούσε η Τουρκία και έφτασε να επιστρατεύσει 14 χρονών παιδιά. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και η δική μου ηλικία. Ήμουνα 15 χρονών και διαδίδονταν ότι θα τους στεί­λουν στην Κωνσταντινούπολη, για να τους βγάλουν αξιωματικούς. Πραγματικά εννιά μήνες γυμνάσια είχα κάνει πάνω στο νοσοκομείο, στους ελαιώνες. Ήμασταν γύρω στις δύο χιλιάδες Τούρκοι Έλληνες. Οι Τούρκοι δεν είχανε μητρώα κι ήτανε εκεί τριάντα και σαράντα χρονών άνδρες, πολίτες. Οι Έλληνες ήταν μόνον Αμισιανοί, γιατί από τα χωριά ήταν βγαλμένοι αντάρτες. Αυτό το μωσαϊκό ήταν εκεί.
Ήμασταν, η μικρή ηλικία, ξεφτέρια. Αντίθετα, οι Τούρ­κοι ήταν αμάθευτοι και μεγάλοι στην ηλικία, ούτε βήμα δεν μπορούσαν να πάρουν. Μας γύμναζαν οι Τούρκοι κι επέβλεπαν Γερμανοί αξιωματικοί. Αλλά επειδή είχαν μεγάλη ανάγκη απο στρατιώτες στέλναν αυτούς που γύμναζαν.
Οι Εγγλέζοι χτυπούσαν από τα Δαρδανέλια στην Κων­σταντινούπολη. Η Ρωσία χτυπούσε από τον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα. Μια βάρκα έφυγε και έφτασε μέχρι το σπίτι μας και την τραβήξαμε στην αμμουδιά, η οβίδα που την χτύπησε έφυγε και ήρθε και τρύπησε τον τοίχο μας.
Οι Τούρκοι από παραλία σε παραλία εφοδιάζονταν νύ­χτα με βάρκες. Τα πολεμικά της Ρωσίας χτυπούσαν στις ακτές τις βάρκες που έκαναν τη συγκοινωνία αυτή των Τούρ­κων, τίποτε αποθήκες και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, όπως λ.χ. στρατώνες.
Μέσα στο σπίτι μας έσκασε μια οβίδα, που μας σκότωσε τις αγελάδες, μας σμπαράλιασε κι όλο το σπίτι. Ήταν σωστή καταστροφή!
Η μάνα μου ήτανε απαρηγόρητη. Την βασάνιζε η ξενιτιά του αδελφού μου Κωστή, που είχε φύγει στη Ρωσία και που δεν ήξερε τι απόγινε κι αν έφτασε. Ήρθε και η κατα­στροφή του σπιτιού μας και σαν να μην αρκούσε αυτό άρ­χισαν τώρα να καταφθάνουν και πρόσφυγες από την Τρα­πεζούντα, Ρίζι, Ερζερούμ και βάλανε πέντε με έξι οικογένειες στο καζίνο μας.
Οι πρόσφυγες κατέβαιναν στρατιές! Ξύλωναν τα σανί­δια, κόβανε τα δέντρα και έκλεβαν τα διάφορα είδη που υπήρ­χαν μέσα, αλλά και δεν μπορούσαν να εργαστούν, να βγά­λουν τα προς το ζειν. Κάηκαν άνθρωποι, ατιμάστηκαν, σκοτώθηκαν. Στο στρατόπεδο που μας γύμναζαν μια μέρα μας διέταξαν, όποιος είναι ικανός να βγει από τη γραμμή. Βγήκαμε είκοσι Έλληνες και δέκα Τούρκοι και αφού μας εξέτασαν, κατά πόσον έχουμε μάθει καλά, μας έδωσαν το δι­καίωμα να πάρουμε ανά δέκα και να τους γυμνάσουμε.
Αυτοί οι λίγοι μας φέραν πολλές δυσκολίες, δεν καταλά­βαιναν, δεν μπορούσαν, ήταν χωριάτες. Μας έδωσαν από ένα μεγάλο ραβδί και μας είπαν: χτυπάτε τους! Και τους χτυ­πούσαμε στο σβέρκο. Δυο τρεις ώρες κρατούσαν τα γυ­μνάσια, ύστερα εργαζόμασταν στις δουλειές μας. Αυτό γι­νόταν ώσπου να 'ρθει η ώρα να πάμε στην Κωνσταντινούπολη, για να σπουδάσουν αξιωματικοί.
Κάναμε αγγαρείες, μαγειρεύαμε φαγιά, τραβούσαμε κάρα και κοιτάζαμε τα άλογα. Σε δεκαπέντε μέρες μας ειδοποίη­σαν, ότι οι Γραικοί να ετοιμαστούν, να πάνε στα μεσόγεια, να κάνουν δρόμους και ότι μόνο οι Τούρκοι θα γίνονταν αξιωματικοι.
 Και έκαναν νόμο, όσοι στρατιώτες Έλληνες έχουν όπλα να τα παραδώσουν. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν και Καισαριώτες, Επεσλήδες, άνθρωποι νομοταγείς που πολεμού­σαν υπέρ της Τουρκίας. Όλους αυτούς τους βάλανε να φτιάξουν δρόμους, γιατί παρουσιάζονταν κρούσματα λιποταξίας και η εμπιστοσύνη χάθηκε. Λοιπόν τι να κάνω; Να λάβω από­φαση να λιποταχτήσω η να πάω στα μεσόγεια που με περίμενε δυσεντερία, ψείρα, πείνα;
Η απόφαση της μάνας μου ήταν να πάω στα μεσόγεια και ήθελε να μου δώσει, μαζί μου, λίγα χρήματα, αλλά επειδή δεν είχε, αποφάσισε, να πάμε μαζί στην αγορά, να πουλή­σουμε τη μοναδική αγελάδα που είχαμε. Πουλήσαμε την αγε­λάδα και πήρα τα λεφτά πάνω μου. Η μάνα μου έφυγε στο σπίτι και εγώ πήγα να βρω ένα φίλο μου, που θα φεύγαμε μαζί.
Ο φίλος μου ήθελε να πάμε να παίξουμε χαρτιά, να ξε­δώσουμε λίγο, μια και ήταν η τελευταία μας μέρα, στην Αμισό. Όχι, του είπα, δεν είναι καιρός για τέτοια. Αυτός όμως επέ­μεινε και μου είπε: «Πάμε Δήμο, μόνο τρεις λίρες θα παίξω, να, τις έχω εδώ, χωριστά». Δεν επέμεινα περισσότερο.
Εκεί κοντά ήταν ένα χαρτοπαίγνιο, ανεβήκαμε πάρα πολ­λές σκάλες και μπήκαμε μέσα. Ο φίλος μου έπαιξε και στην αρχή κέρδιζε, ύστερα όμως άρχισε να χάνει και στο τέλος έχασε και την τελευταία του δεκάρα. Εγώ δεν έπρεπε να τον εγκαταλείψω, τι φίλος θα ήμουνα; Κάθισα το λοιπόν και άρχισα να παίζω, για να πάρω τα λεφτά του φίλου μου πίσω, αλλά η ίδια τύχη ακολούθησε και με μένα κι ούτε ξέρω τι ώρα ήταν!
Κατεβήκαμε πάλι τα σκαλιά και βρεθήκαμε πάλι στο δρόμο. Δεν ήξερα με ποιον να τα βάλω. Εκείνο που με πλήγωνε ήταν η σκέψη ότι η μάνα μου πούλησε το πιο πολύτιμο της πράγμα, για να μου δώσει χρήματα να 'χω μαζί μου κι εγώ τι τα έκανα; Αυτό έγινε η αιτία να βγω στο βουνό αντάρτης!
Επειδή είχα εκκρεμότητες στη δουλειά μου ήμουν κρυμμ­ένος και γι' αυτό αργοπόρησα να βρω ενδυμασία και όπλα.
Μια μέρα πηγαίνοντας στην αγορά με πιάνει η περιπολία και μου λέγει: «Τι είσαι 'συ; Πού είναι τα χαρτιά σου;» Βαφτιστηρι δεν είχα, φωτογραφία δεν είχα. Με πιάνουν και με πάνε στο στρατιωτικό Αϊναλή, ήταν πενήντα σκαλιά ψηλά. Με πηγαν εκεί, οι άλλοι σκόρπισαν και μένα μου κάναν ερωτήσεις.
Εκεί, που μου μιλούσε ο αξιωματικός, δεν ήξερα ούτε φόβο, ούτε κίνδυνο, το θεωρούσα κάτι απλό, άνοιξα την πόρτα και χίμηξα στα σκαλοπάτια. Ήξερα τους δρόμους, ρίξανε πιστολιές, αλλά εγώ έγινα άφαντος! Δεν πήγα όμως στο σπίτι μου, πήγα στο σπίτι ενός φίλου μου και προσπαθούσα να τον παρασύρω να πάμε στο βουνό. Εκείνος φοβότανε τη σκληρή ζωή του βουνού κι έτσι επειδή δεν έβρισκα κανένα άλλο φίλο αργοπορούσα να πάω.
Έχουμε ένα καφενεδάκι μέσα στη γειτονιά και πηγαίναμε μικρά παιδιά και γέροι και παίζαμε χαρτιά. Εγώ πήρα του Νίκου, του αδελφού μου, το βαφτιστήρι, που ήταν μι­κρότερος μου ένα χρόνο και νόμιζα πως ήμουνα μ' εκείνο εξασφαλισμένος.
Μια μέρα εκεί που παίζαμε χαρτιά, ήταν Οχτώβρης ή Νο­έμβρης, φυσούσε, έβρεχε, έκανε πολύ κακό καιρό, μπαίνει μέσα στο καφενεδάκι ένα φοβισμένο κακοντυμένο χωρια­τόπουλο. Έβγαλε από τη μασχάλη του μια φραντζόλα δυο οκάδες και ζήταγε δέκα τσάγια! Κάθισε, τα ήπιε, και έφαγε όλο εκείνο το ψωμί! Εμείς είδαμε τον παράξενο και τον κο­ροϊδέψαμε. Αυτός το κατάλαβε και μας άρχισε στα σκαμπί­λια. Παίξαμε ξύλο κι έφυγε.
Μετά τρεις τέσσερις μέρες έρχεται ένας αξιωματικός και μας ρωτά: «Ποιος είναι ο Δημοσθένης Κελεκίδης του Σάββα;» Δεν ξέρω, του είπα, αλλά φοβήθηκα, επειδή ήταν μπροστά μικρά παιδιά, μη τους δώσει κανένα σκαμπίλι και με προ­δώσουν. Του είπα: «ελάτε κύριε, θα σας δείξω εγώ πού εί­ναι». Κι αφού τον γύρισα δυο τρεις δρόμους, του δείχνω ένα σπίτι και του λέω: «αυτό είναι», και στρίβω και φεύγω! 
Πάω και βρίσκω ένα φίλο μου Νίκο και του λέω: «απόψε φεύ­γουμε στο βουνό». Ειδοποιώ τη μάνα μου, της λέω τι απόφαση πήρα, έχυσε δάκρυα και πήρε μεγάλη στεναχώρια. Εγώ την ίδια τη βραδιά, με ένα πιστόλι στη μέση «Μπράουνιχ» μικρό, με πενήντα σφαίρες και μ' ένα μαχαίρι δίκοπο κάμα λάζικη και μαζί με το φίλο μου το Νίκο, κατά τις δύο τα μεσάνυχτα, ξεκινήσαμε για τα χωριά.
Διασχίσαμε μονοπάτια, τους λαχανόκηπους των Τούρ­κων, και περνώντας από το Μερτ Ιρμάκ, το ποτάμι της Αμι­σού, βαθύ και πλατύ, πέσαμε στα λημέρια. Στα χώματα τα ελληνικά του Αβτζόγλου και του Τσιφλίκι, από εκεί πέφταμε στα βουνά, γιατί από τον κεντρικό δρόμο δεν ήταν δυνατό να πάμε.
Τραβώντας από το ποτάμι έβλεπα τις πανύψηλες οξιές του καζίνου μας, που τώρα ήταν πρόσφυγες μέσα και θυμο­μουνα τα χρόνια του πατέρα μου.
Αφού μπήκαμε στα δάση περπατούσαμε άφοβα και ανα­πνέαμε ελεύθερο αέρα. Θυμόμουνα τα λόγια της μάνας μου, τα τελευταία, «παιδί μου δεν αξιώθηκα από τα χέρια σου να βάλω ένα ζευγάρι παπούτσια». Θυμόμουνα με τι συγκίνηση με αποχωριζόταν η μάνα μου.
Έριχνα ματιές και έβλεπα τη μαυράδα της Αμισού κι έλεγα: «θα ζήσει η μάνα μου; θα ξαναγυρίσω σε καλή εποχή;» και πολλά άλλα σκεπτόμουνα. Φτάσαμε εκεί στις άκριες , στα δάση και συναντήσαμε τις πρώτες σκοπιές. Αφού μας ζήτη­σαν μερικές πληροφορίες για μας, για την κίνηση του στρα­τού, για τη ζωή της πολιτείας και γενικά για όλη την κατά­σταση, ένας από αυτούς ανέλαβε και μας σύστησε. Και αφού βεβαιώθηκε για την ειλικρίνειά μας, μας άφησε να μείνουμε στο λημέρι τους. Ο Καπετάνιος τους λεγόταν Τσαγκάλης, το χωριό του ήταν πίσω από το Αβτζόγλου μια ώρα και κάτω από τη Γέλιτζε μια ώρα, δεν θυμούμαι πώς το λέγανε, εκεί είχανε το λημέρι τους.
Ήταν καπετάνιος ορμητικός, γενναίος, φιλεύσπλαχνος και πολύ έξυπνος και το αεράκι το υποπτευόταν. Είχε τρακοσιες ψυχές, άντρες και γυναικόπαιδα. Είχε ογδονταπέντε με ενε­νήντα παλληκάρια, μοιρασμένα σε διάφορα μέρη, στο Τσιφλίκι 3-4, στο Αβτζόγλου άλλους 3-4, προς το Ντέβκερις 3-4, αυ­τούς τους άλλαξε, άλλοι ήταν τη μέρα και άλλοι με το πέσιμο του ήλιου. Ειχε και την περιπολία, γυρνούσαν όλη την περιφέρεια. Είχε και μια επικουρεία σαράντα με εξήντα κοντά του. Μας δώσανε να φάμε. Μας αγαπούσαν σαν αδελφούς τους και μας έδιναν κουράγιο, να μην λιποταχτήσουμε. Τίποτα δεν έχει σημασία στη ζωή, μας λέγαν, να είμαστε άφοβοι.
Στο μεταξύ, μαθαίναμε από τα άλλα παλληκάρια ότι, αν θα είμαστε καλοί, αν δεν θα είμαστε ψεύτες, κλέφτες, βιαστές κοριτσιών και αν θα είμαστε τίμιοι, γενναίοι και άφοβοι, θα μας έπαιρναν κοντά τους, ως αντάρτες. Όσο καιρό έμεινα εκεί, κοίταζα ότι ο καπετάνιος όλο με τον παπά έκανε παρέα και σκεφτομουνα, ένας που σφάζει και ρημάζει πώς κά­νει παρέα με τον παπά;
Έκανα μια ερώτηση κι έμαθα ότι πριν δεκαπέντε μέρες, κι αυτό συνήθως γινόταν κάθε δύο μήνες, κάθε τρεις μήνες,ερχόντουσαν τα ρωσικά πολεμικά, πέντε έξι μ ένα φορτηγο βαπόρι και πρώτα, αφού βομβάρδιζαν δυο τρεις ώρες συνέ­χεια, κατόπτευαν δεξιά κι αριστερά και τα αεροπλάνα γυρ­νούσαν από πάνω, και μετά έβγαζαν απ' το φορτηγό τα πολεμοφόδια. Αυτό δεν ήταν εύκολο να γίνει, αν δεν τους ενίσχυαν πρώτα και οι αντάρτες. Έμαθα το παρακάτω πε­ριστατικό: 
Κάθε δυο τρεις μήνες πήγαινε στη Ρωσία η αποστολή και ειδοποιούσε ότι είχανε ανάγκη από πολεμοφόδια. Όριζαν ημερομηνία που θα τα 'φερναν τα καράβια και αν μεσολαβούσε τρικυμία η άλλο τίποτα, κάνανε συνθηματικές πυρκαγιές τρεις μέρες ύστερα.
Αν βάζανε μια φωτιά, τα πράγματα ήταν ήσυχα, αν βάζανε περισσότερες σήμαινε άλλο πράγμα και μιλούσαν κατ' αυτόν τον τρόπο και έρχονταν τα καράβια και μας βομβάρ­διζαν, για να βγούνε τα πολεμοφόδια.
Η αποστολή γνώριζε ακριβώς την ημερομηνία και πριν δυο τρεις μέρες έκανε τέλεια προπαρασκευή. Στρατολογούσε άντρες, γυναίκες και παιδιά και τους τοποθετούσε σε οκτώ ώρες απόσταση και σχημάτιζε μια αλυσίδα, που έπεφτε σε υψόμετρο, σε δασώδη μέρη, σε ρεματιές. Έπιανε από το Καραπερτσίν η κεφαλή, απ τη φωλιά των ανταρτών και έφτανε στην ακροθαλασσιά. Ο ένας από τον άλλο ήταν μακριά ως μισό (;) μέτρο, οι δε αντάρτες δεξιά κι αριστερά πιάνανε τα επίκαιρα σημεία, διότι υπήρχε κίνδυνος από τον Τσαρτσαμπά ή από την Αμισό. 
Άρχισε ο βομβαρδισμός, μια δυο ώρες και συνέχιζαν να βγάζουν με βάρκες τα πολεμοφόδια στην ακροθαλασσιά. Και μετά από τον βομβαρδισμό των Ρώ­σων, αφού πρώτα, οι καπετάνιοι, εξακρίβωναν ότι δεν υπήρχε φόβος, άρχιζαν το έργο με ζήλο και με ευχαρίστηση και τα πολεμοφόδια έφταναν στον προορισμό τους χάρις σ' αυτό το έμψυχο μηχάνημα (μηχανισμό).
Σ' αυτή την τόσο σοβαρή κατάσταση, οι Τούρκοι, δεν μπορούσαν να μείνουν αδρανείς. Από ορισμένα μέρη, όπως ο Βασιλικός δρόμος, δεν μπορούσαν να περάσουν, γιατί τον φρουρούσαν καλά οι αντάρτες. Από την άλλη πλευρά πάλι της Αμισού, που ήταν και το κέντρο του στρατού, σ' ένα μεγάλο βάθος, φρουρούσαν πεντακόσιοι με εξακόσιοι αντάρ­τες, τοποθετημένοι με τεχνικούς τρόπους. 
Από το δρόμο του Τσαρτσαμπά, σε μια έκταση δύο μιλίων, φρουρούσαν τρια­κόσιοι με τετρακόσιοι αντάρτες. Από το δρόμο του Τεκέκιοϊ ήταν περί τους διακόσιους με διακόσιους πενήντα. Κάναν μια ζικ ζακ γραμμή και ήταν όλοι έτοιμοι να πεθάνουν, προκειμένου να υποστηρίξουν το όλο έργο. Έργο στο οποίο μπο­ρούσαν να στηριχθούν και να πιστεύσουν, ότι μπορούσαν να ζήσουν.
Εργαζόμενοι στο κουβάλημα των πολεμοφοδίων, η μάχη εμαίνονταν και χαλούσε ο κόσμος. Δέκα χιλιάδες στρατός τουρκικός και άνω προσπαθούσε με κάθε τρόπο να φθάσει στο κέντρο. Ρίχναν τις σφαίρες κατά χιλιάδες. Αντίθετα, οι αντάρτες ρίχναν λίγες σφαίρες, αλλά αποτελεσματικές. Προ­σπαθούσαν και αγωνιζόντουσαν οι Τούρκοι, να βρουν κά­ποιο κατάλληλο μέρος, να διεισδύσουν (αλλά) οι αντάρτες εί­χαν πάρει την απόφαση να πεθάνουν, γι' αυτό το σκοπό και έτσι ήταν αδύνατο στους Τούρκους να κερδίσουν τη νίκη. Αυτή η κατάστασις διαρκούσε οκτώ ώρες και δέκα, εν τω με­ταξύ τα όπλα κουβαλιόντουσαν στο λημέρι.
Στο χωριό Τσαγκάλη
Στα χαλάσματα των σπιτιών, στα θεμέλια και σε μερικούς τοίχους πέτρινους, στεκόντουσαν και βάζανε γύρω γύρω ξύλα και τα έφραζαν με κλαδιά σφιχτά σφιχτά. Δουλεύοντας από πάνω βάζαν πάλι σφιχτά κλαδιά ή ψάθες, από αυτές που εί­χαν πολλές στα ποτάμια. Και για να μην τις παίρνει ο αέρας βάζαν πέτρες ή ξύλα πάνω και κάτω και τα 'δεναν ή λαμα­ρίνες. Αυτή ήταν η σκεπή των πρόχειρων αυτών καλυβιών. Το ύψος τους ήταν ένα ως ενάμισυ μέτρο και με το κεφάλι σκυφτό μπαίναν και με τον ίδιο τρόπο βγαίναν. Και γίνονταν αυτό και γιατί οι τοίχοι δεν ήταν ψηλοί, αλλά και για να μην φαίνονται από τους Τούρκους. Το πάτωμά τους ήταν χώμα.
Το φαΐ τους ήταν πενιχρό, καβουρμάς και λίγο ψωμί. Τα νερά ήταν κρυσταλλένια, σαν της Πεντέλης. Είχαν όμως άφθο­νους καρπούς και μ' αυτούς τον πιο πολύ καιρό ζούσαν.
Λίγο παραπέρα ήταν η εκκλησία, που μέσα σ' αυτήν οι Τούρκοι είχαν κάψει διακόσια γυναικόπαιδα. Τώρα τον χώρο αυτόν τον χρησιμοποιούσαν για πλατεία. Ήταν πεσμένοι και κάτι μεγάλοι κορμοί δέντρων, που ίσως να τους είχαν τρα­βήξει εκεί, για να κάθονται. Τον πιο πολύ καιρό κάθονταν εκεί οι καπεταναίοι, τα παλληκάρια και οι παπάδες κι ολο­γυρα ήταν σκορπισμένα τα γυναικόπαιδα. Σαν να έμοιαζαν όλοι με φαντάσματα, σαν να ήρθαν από άλλο πλανήτη, σαν να μην ήταν απ' αυτό το χωριό!
Άλλοτε έβλεπες τα κορίτσια καλοχτενισμένα, ντυμένα στα μεταξωτά, στολισμένα με πεντόλιρα να πηγαίνουν στην εκ­κλησία και τώρα βλέπεις, εκείνα τα κρυσταλλένια τα κορί­τσια, τυλιγμένα σαν ράκη, να φαίνονται οι σάρκες τους, ξυ­πόλυτα.
 Βλέπεις στα φουστάνια τους να λείπουν, μισό μέτρο από τη μια και από την άλλη να μην υπάρχει τίποτα. Τα μαλ­λιά τους να είναι αχτένιστα και να μοιάζουν σαν μπλεγμένα αγκάθια. Από την άλλη μεριά, οι άντρες, ήταν σκυθρωποί, ανήσυχοι κι έβλεπες στο πρόσωπο τους ότι μελετούσαν και έψαχναν να βρουν την καλύτερη ευκαιρία, να εκδικηθούν τους Τούρκους. Παραπέρα έβλεπες ένα οργανοπαίχτη, ένα γέρο εβδομηντάρη, τυλιγμένο σε κουρέλια, στραβό από το 'να μάτι, με άσπρα μουστάκια και γένια αχτένιστα, κακομοιριασμένο, να χτυπά την λύρα του και να τραγουδά διάφορα αντάρτικα τραγούδια. Κι έλεγες ότι μοιρολογά κάποιον, που του 'φυγε από την ζωή, την μάνα του, τις αδελφάδες του, την γυναίκα του, το παιδί του, τις αγελάδες του, τόσο πολύ λυ­πητερά χτυπούσε το δοξάρι του.
Εκεί, που όλα γίνονταν απάνω κάτω, κατ' αυτόν τον τρόπο, εγώ με τον φίλο μου καθόμουνα σ' ένα κορμό. Και νάσου και έρχεται ένας καπετάνιος. Γιατί πολλές φορές οι καπεταναίοι, που δεν έχουν τι να κάνουν, κάνουν τσάρκες και βίζιτες στους άλλους μια και τυχαίνει να είναι τα πόστα τους χωρίς πολύ κίνηση.
Ο καπετάνιος ερχόταν από το Κιριτσλίκι, απάνω εκεί που διώξαν τους (Τούρκους) πρόσφυγες. Είχε μαζί του και σαρανταπέντε παλληκάρια και κατηφόρισε προς την πλατεία. Ήταν ωραίος 19-20 χρονών, με κορμοστασιά σαν κυπαρίσσι, καλοντυμένος στα λαζικά, πιστόλι καινούριο «παραπέλοφ» (παραπέλ), δυο χειροβομβίδες, την κάμα του, το μαχαίρι του, το τουφέκι του. Και ήταν παντού πλημμυρισμένος με σφαί­ρες, ακόμα και γύρω στα πόδια του! και είχε ακόμη και τη­λεσκόπιο.
Το ίδιο καλοντυμένα ήταν και τα παλληκάρια του που κατεβαίνανε σαν σίφουνας προς την πλατεία.
Μόλις φθάσανε κοντά μας σκορπίσαμε δεξιά κι αριστερά. Αλλά κατάπληκτος τι να δω; Ο καπετάνιος ήταν το χωριατόπουλο που είχαμε χτυπήσει μέσα στο καφενεδάκι!
Μόλις τον είδα φοβήθηκα και έκανα ν' αποτραβηχτώ, για να μη με δει. Γιατί αν ήθελε να βγάλει και να με σκοτώσει, δεν θα έδινε λόγο σε κανένα. Ήταν ο Βασιλιάς, η δύναμη του τόπου. Αλλ' αυτός απ' αντίκρυ με γνώρισε, αυτοί δεν ξε­γελιούνται, με κάλεσε δέκα βήματα απόξω από την πλατεία, μου έσφιξε το χέρι και μου είπε: «καλωσόρισες στον τόπο μας!» και πρόσθεσε: «όχι μονάχα να μη φοβάσαι, αλλά και αν τολμήσει κανείς να σου πει μισή λέξη ν' αποταθείς σ' εμένα κι εγώ θα τον τιμωρήσω. Εδώ όλοι είμαστε αδελφοί Χρι­στιανοί, μόνο έναν κοινό εχθρό έχουμε, τον Τούρκο. Πρώτα αυτό και δεύτερο, τους αδύνατους τους σεβόμαστε, πολεμούμε τους δυνατούς».
Αυτό ήταν μεγάλο πράγμα. Εγώ που τον χτύπησα σεβά­στηκε την αδυναμία μου. Μου είπε αν θέλω καβουρμά , ψωμί, να με φιλέψουν. Με ρώτησε, τι γίνεται στην πολιτεία κι αφού του είπα ορισμένα πράγματα με ρώτησε, αν θα έμενα εκεί η αν ήθελα να με πάρει κοντά του, σαν αντάρτη.
Αυτή η πρόταση είχε γίνει κι από τον Τσαγκάλη, αλλά είχα πει ότι δεν πρόκειται να μείνω, θα τραβήξω για το Καραπερτσιν που κατάγομαι, είναι εκεί ο Παντέλαγας και έχω και τα συγγενολόγια μου. Οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι -μου είπε- και ίσως να μην μπορείς να φτάσεις, εγώ μετά 3-4 μέ­ρες θα φτάσω μέχρι το τάδε χωριό, μπορεί να σε πάω ως εκεί. Αλλά εγώ, επειδή ήμουν καταντροπιασμένος από την πράξη του νεαρού καπετάνιου, δεν μπόρεσα να δεχθώ την προ­στασία του, δεν έβρισκα λόγια να του μιλήσω όσο σκεφτό­μουν την ντροπή μου. Του είπα: «Καλά, θα το σκεφτώ από μέσα μου» και πήρα την απόφαση, μόλις απομακρυνθεί να πάρω το δρόμο, να φύγω. Αυτουνού τα παληκάρια και ο ίδιος έπιασαν την κουβέντα.
Στον Πόντο φύτευαν δέντρα, άνοιγαν πηγάδια για τους οδοιπόρους, το είχανε ανθρωπιά να περιποιηθούν τους συ­νανθρώπους τους.
Το χειμώνα η θέσις μας ήταν δεινή, αλλά και των Τούρ­κων ήτανε πέντε φορές δεινότερη. Πού να ξεκινήσουν να 'ρθουν! Το χιόνι στρώνονταν ως τρία μέτρα! Ούτε μουλάρι ούτε άνθρωπος μπορούσε να περπατήσει αν δεν ήξερε τα μονοπάτια. Μπορούσες να θαφτείς μέσα σε καμιά χαράδρα η αλλού πουθενά.
Το χειμώνα εμείς είχαμε σκοπιές και βλέπαμε πολύ μα­κριά, συνήθως μέναμε στα σπίτια που μας είχαν κάψει. Τα σπίτια στον Πόντο ήτανε δέκα με δεκαπέντε μέτρα ύψος, ως ενάμισι μέτρο ήτανε από πέτρα, δηλαδή τα αρχοντικά σπίτια και από κει και πάνω ήτανε απο ξύλα. Η πέτρα ήτανε πιο δαπανηρή. Με τις φωτιές που είχανε βάλει οι Τούρκοι, όσο ήτανε ξύλο κάηκε και έμεινε το πέτρινο μέρος. Αυτό το σκε­πάζαμε με τσίγκους, κόβαμε κάτι πασάλους, τους τοποθε­τούσαμε με μαστοριά και κάναμε στέγη, που για μας ήτανε παλάτι. Σε άλλα πάλι σπίτια βάζαμε κλάρες. Ήτανε και οι σπηλιές, εκεί κρύβονταν οι γυναίκες, οι γέροι και τα παιδιά, στα απόκρημνα μέρη.
Τη μέρα ο καπνός απαγορευότανε. Τα βράδια ανάβαμε φωτιά μεγάλη. Τα ξύλα μ' όλο που ήτανε φρεσκοκομμένα από μέσα ήτανε ξερά.
Τη μέρα η απασχόληση μας ήτανε να πάμε δυο τρεις φο­ρές να κόψουμε ξύλα. Τα στοιβάζαμε σε μιά άκρη εκεί κο­ντά, που θα περνούσαμε τη βραδιά.
Με λίγη φωτιά την ημέρα και αντί νερό χιόνι, γιατί το πη­γάδι ήτανε μακριά και τ' άλλα νερά κρυσταλλωμένα και με λίγο αλεύρι και με δύο τρία κομματάκια καβουρμά, ίσα ίσα που θόλωνε το νερό, γίνονταν μια σούπα και τρώγαμε.
Η φωτιά που ανάβαμε τη νύχτα κατά τα μεσάνυχτα χώ­νευε και γινότανε καρβουνιά, ήτανε απόλαυση.
Έστρωνα το τσουβάλι μου, έβαζα το όπλο μου στο κεφάλι μου η στην αγκαλιά μου και κοιμόμουνα, το ίδιο έκαναν και οι άλλοι. Όξω χιόνιζε, ο αέρας σφύριζε, τα πάντα γίνονταν κρύσταλλα, όλα κρύσταλλα!!
Ο τουρκικος στρατός μας χαλούσε αυτά τα πρόχειρα σπί­τια, εμείς πάλι τα φτιάναμε. Μέναμε μέσα, αλλού πέντε, αλ­λού οχτώ και δέκα, έτοιμοι πάντα να δώσουμε μάχη.
Μόλις λοιπόν μου δόθηκε η ευκαιρία, χαιρέτησα ευλα­βικά τον Τσαγκάλη και τον παπά και πήρα το δρόμο για το Καραπερτσίν. Μαζί μου είχα και τον φίλο μου τον Νίκο, αυ­τός μιλούσε δική του διάλεκτο, τα ελληνικά της πολιτείας, δεν ήταν η καταγωγή του από τα χωριά, μιλούσε, καταλάβαινε, αλλά δεν είχε θάρρος. Εγώ πήγαινα στα χωριά στις διακο­πές για να περάσω καλύτερα, να φάω φρούτα, να γυρνάω αδέσποτος, όπως γίνεται εδώ το καλοκαίρι και έτσι είχα ασκη­θεί και στην Ποντιακή του χωριού.
Ξεκινάμε για το Καραπερτσίν. Προχωρήσαμε στα βουνά. Τρώγαμε μούρα, αχλάδια, άγρια φράουλα, πάνω από το Κιρεζλίκι, φθάσαμε στο Τσιραχμάν.
Το Τσιραχμάν ήταν ένα από τα καλύτερα και μεγαλύτερα χωριά της περιφέρειας της Αμισού. Ήταν εμπορική βάση, έβγαζε καπνά, είχε εκκλησία, που γιόρταζε τον δεκαπενταύγουστο και γίνονταν μεγάλο πανηγύρι. Εκεί ζούσε μια θεία, αδελφή της μητέρας μου. Όμως τώρα ήταν όλα ερείπια. Εκεί ήταν και ένας αερόμυλος κατεστραμμένος, όλα ήταν (τώρα) καμένα και κατεστραμμένα. Αυτη ήταν η περιοχή του Καπετάν Παπούλια. Ήταν δυναμικός και είχε κι ογδόντα- πέντε παληκάρια.
Καθώς διασχίζαμε από το Τσιραχμάνι με... τον Προφητη Ηλία, παίρνω την ανηφοριά. Δεξιά και αριστερά τα μέρη ήταν δασώδη. Μόλις φθάσαμε στην κορυφή και προσπερά­σαμε τον Προφήτη Ηλία, αφού φθάσαμε απάνω, προχωρή­σαμε για το χωριό των Γαζαντσάντων. Εκεί μας ρίξανε μερικές τουφεκιές, αλλά αυτοί δεν ήταν Τούρκοι, ήταν αντάρτες που κάνανε λάθος εξαιτίας των ρούχων μας. Οι σφαίρες πέ­ρασαν από πάνω και από δίπλα μας, δεν θέλανε να μας σκο­τώσουν, θέλανε να δουν κι αυτοί κάτι, γιατί δεν φορούσαμε ρούχα της πολιτείας, φορούσαμε «λάζικα».
Φθάσαμε στο Γαζαντσάντων. Το χωριό αυτό απέχει από το Καραπερτσίν μια ώρα. Εκεί είχα του πατέρα μου την αδελφή και είχε ένα μεγάλο κτήμα. Σαν πήγαινα παιδάκι, τα πρώτα μου χρόνια, στην εξοχή, έβρισκα κοντά της μητρικη στοργή, τόσο πολύ με αγαπούσε η θεία μου, που είχα πολλές γλυκές αναμνήσεις, γι' αυτό έμεινα εκεί μια δυο μέρες.
 Η πρώτη μου επιθυμία ήταν να ανεβώ στην κερασιά που ήταν μπροστά στην καμμένη εκκλησία, όπως έκανα σαν ήμουν παιδί, που έτρωγα μια δυο ώρες κεράσια. Μετά κατέβηκα, πήγα κοντά στο νερό,σε μια ρεματιά από κάτω, κι αφού ήπια νερό και δροσίστηκα έριξα μια ματιά και είδα που έστεκε μια πελώρια αχλαδιά και κρατούσε απάνω της χιλιάδες κοντούλες. Ο  κορμός της και τα φύλλα της ήταν καταπράσινα, δυο άνθρωποι δύσκολα την αγκάλιαζαν, έτσι ήταν εκεί τα καρποφόρα δέντρα. 
Έριξα ένα ξύλο και πέσαν καμιά δεκαπενταριά-είκοσι απίδια κάτω ακριβώς, όπως έκανα τον άλλο καιρό. Ώσπου να τα έτρωγα αργοπορούσα και η θεία μου τότε ανησυχούσε και έψαχνε να με βρει. Τώρα όμως δεν άκουγα καμιά φωνή να με φω­νάζει! Έβλεπα τα σπίτια, όλα ερειπωμένα!
Τα καλλιεργημένα χωράφια, από καλαμπόκια, σιτάρια, πεπόνια, καρπούζια, που έμπαινα μέσα και ότι ήθελα έβρι­σκα και έτρωγα, τώρα δεν έβλεπες παρά άγρια χορτάρια και αγκάθια.
Από τα δεκαπέντε σπίτια, που είχανε εύθυμο και χαρού­μενο πληθυσμό, τώρα δεν υπήρχε κανένας, τα σπίτια άδεια, ούτε αγελάδες, ούτε κοκορια, καμιά φωνη, ολα έρημα. Αυτό μου έφερε δάκρυα και στεναχωριόμουνα πολύ και έτσι, παίρ­νοντας το δρόμο που πήγαινα, για το χωριό Κελικάντων, φά­νηκε ένας καπνός από μέσα από τα ερείπια. Πηγα, κάθισα, ηταν μιά γριά κι ένας γέρος, ρώτησα για ολους, για τη θεια μου έμαθα πως πήγαν στο Καραπερτσίν.
Ξαφνικά, βγήκαν δυο τρεις αντάρτες. Δεν μας πίστευαν πως δεν ήμασταν κατάσκοποι και γύρευαν να σκοτώσουν τον φίλο μου. Τους είπα ότι, αν σκοτώσετε τον φίλο μου θα χα­θείτε κι εσείς, γιατί είμαι ανηψιός του Παντέλαγα, εκτός αν σκοτώσετε κι εμένα. Λυπήθηκαν για την άδικη στάση τους και άρχισαν να μας περιποιούνται, μας δώσανε να φάμε το συνηθισμένο καβουρμά.
Στο δρόμο για το Καράπερτσιν ύστερα από μια κατηφόρα ήταν το Ομάλ.

Δημοσθένης Κελεκίδης


Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah