ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΩΝ ΡΩΜΙΩΝ

Σάββατο 11 Αυγούστου 2012


...ΟΙ ΡΩΣΟΙ ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ προχωρούσαν στο ανατολικό μέτωπο, κι αυτό ήταν κάτι που έδινε μεγάλο κουράγιο στους Ρωμιούς του Πόντου. Οι πλούσιες ελπίδες που γεννούσε στις καρδιές τους το γεγονός ότι οι ομόδοξοι τους έμπαιναν ολο­ένα και πιο βαθιά στο έδαφος της Τουρκίας, αντιστάθμιζε τα φρικτά συναισθήματα που δοκίμαζαν από τις σφαγές των Αρμενίων. 
Τά πολεμικά πλοία των  Ρώσων, που αλώνιζαν τη Μαύρη Θάλασσα και βύθιζαν μικρά και μεγάλα τουρκικά σκάφη, συχνά έφταναν ως έξω από τα ποντιακά λιμάνια και βομβάρδιζαν τις παραθαλάσσιες πόλεις, γεμίζοντας με ασυγκράτητη χαρά τούς Ρωμιούς. Πολλές φορές οι Σαμψούντιοι καί οί Κατηκιοϊλήδες, βλέποντας στ' ανοιχτά της θάλασσας τα κανόνια των ρούσικων πλοίων πού γύριζαν τις μπούκες τους προς τη μεριά τους, νόμιζαν πως τους άπλωναν το αδελφικό χέρι της βοήθειας και του λυτρωμού.
 Και όταν έσκαγαν οι οβίδες στο λιμάνι και μέσα στην πόλη, οι καρδιές τους σκιρ­τούσαν από ένα δυνατό ενθουσιασμό και μια δύσκολα κρυμ­μένη προσδοκία ότι η απελευθέρωσή τους από την τουρκική τυραννία δε θ' αργούσε.

Τό φθινόπωρο ήρθε στή Σαμψούντα ο Διοικητής του Γ' Τουρκικού Σώματος Στρατού Βεχίπ πασάς, πού είχε παλαιό­τερα τήν έδρα του, πριν την καταλάβουν οι Ρώσοι, στο Ερζερούμ. Τις πρώτες μέρες μετά την άφιξή του, επισκέφτηκε επιδειχτικά τη Μητρόπολη και δήλωσε μπροστά στο Δεσπό­τη και τους Δημογέροντες, ότι είναι προστάτης και φίλος των Ρωμιών. Δεν παρέλειψε μάλιστα να ισχυριστεί ότι η μητέρα του είναι Ελληνίδα από την Ήπειρο και ακούει στο όνομα Βασιλική. Οι προύχοντες και ο Γερμανός ενθουσιάστηκαν και βιάστηκαν να δείξουν τή χαρά τους. Μα σε λίγο ο στρατηγός συμπλήρωσε:
—Άκουσα, όμως, ότι οι κάτοικοι του Κατήκιοϊ και της Σαμψούντας στέλνουν κρυφά στο ρούσικο στόλο κάτι σήμα­τα. Δέ θέλω νά πιστέψω στά αυτιά μου.
Ο Μητροπολίτης βιάστηκε να τον καθησυχάσει:
Τίποτε τέτοιο δέ συμβαίνει, πασά μου. Οι Σαμψούντιοι είναι φιλήσυχοι άνθρωποι.
Δεν είναι δυνατό! πρόσθεσαν εν χορώ και οι Δημο­γέροντες. Αποκλείεται τέτοιο πράμα.
Δεν ξέρω. Αυτά άκουσα, αυτά λέω. Θα πιστέψω όμως τις διαβεβαιώσεις σας, γιατί αλλιώς θα έπρεπε να εφαρμόσω τη διαταγή πού έχω από την Κυβέρνηση. Να στείλω δηλαδή στην εξορία όλο τόν παραθαλάσσιο ελληνικό πληθυσμό, όπως έγινε στήν Τρίπολη, τό Πουλαντζάκ καί τήν Έσπια.
  Ευχαριστούμε, πασά, γιά τήν καλοσύνη σου. Ο Αλ­λάχ να σε έχει πάντα γερό καί ευτυχή, είπαν όλοι μαζί οί Ρωμιοί.
Δυο μέρες μετά τή συνομιλία τούτη, ο Βεχίπ πασάς έφυ­γε από τη Σαμψούντα για το Ερζιγκιάν. Προτού ξεκινήσει όμως, έδωσε στις τοπικές αρχές τέτοιες κρυφές εντολές, πού η εκτέλεση τους, σε λίγο, έδειξε πως όλη εκείνη η δήθεν φι­λική συνάντηση στή Μητρόπολη ήταν σκηνοθετημένη, μέ σκοπό νά αποκοιμίσει τά πνεύματα των Ρωμιών.
Τις κατοπινές μέρες, τμήματα στρατού ξεχύθηκαν στά πα­ραθαλάσσια ρωμαίικα χωριά, τήν Όξε, το Τσιραχμάν και το Τέβκερις, που είχαν αντισταθεί τον καιρό του Βαλκανικού πολέμου στην εγκατάσταση των Τουρκαλβανών, και τα έ­καψαν. Όσους κατοίκους έπιασαν, τους έστειλαν εξορία στο εσωτερικό.
 Ακολούθησε το κάψιμο και άλλων χωριών, έτσι που τα βράδια οι Σαμψούντιοι έβλεπαν από την πόλη να λαμπαδιάζουν οι πλαγιές των βουνών από τις φλόγες, σα να καίγονταν τα δάση.
Μια μέρα, πολλοί προεστοί παρουσιάστηκαν στο Δεσπότη και τον ικέτεψαν να πάει να συναντήσει το Βεχίπ πασά. Ο Γερμανός, μόλο που είχε καταλάβει τη δολιότητα του Τούρ­κου στρατηγού και μάντευε τη ματαιότητα ενός τόσο μακρι­νού ταξιδιού, αποφάσισε να το πραγματοποιήσει, για να κα­θησυχάσει το αναστατωμένο ποίμνιο του.
Με το πρώτο επι­βατικό καράβι που φάνηκε στο λιμάνι, πήγε στην Τραπεζούν­τα και από εκεί, νοικιάζοντας ένα αμάξι, τράβηξε για το Ερζιγκιάν. Βρήκε τό Βεχίπ στο στρατηγείο του.  
Ο πασάς τόν υποδέχτηκε με υποκριτική ευγένεια, άκουσε την περι­γραφή των γεγονότων με δήθεν έκπληκτα μάτια και τέλος, απαντώντας, τον διαβεβαίωσε πως δεν είχε ιδέα γιά όσα άκουγε, ούτε μπορούσε εύκολα να πιστέψει στ αυτιά του, μολονότι δεν ήθελε να αμφιβάλει για την ειλικρίνεια του σε­βάσμιου συνομιλητή του!
—Ωστόσο, κατέληξε, σας υπόσχομαι, Δεσπότ' έφέντη, να λάβω γρήγορα αυστηρά μέτρα για να σταματήσει το κακό.
Μετά τη συνομιλία αυτή, ο Βεχίπ πασάς συνόδεψε το Δε­σπότη ως τή Σεβάστεια, όπου είχε σκοπό να συναντήσει το Ραφέτ πασά. Όταν έφτασαν εκεί, φιλοξενήθηκαν στο σπίτι ενός πλούσιου Ρωμιού. Την άλλη μέρα συναντήθηκαν στο τραπέζι με το Ραφέτ. Την ώρα που έτρωγαν οι τρεις άντρες τα διαλεχτά φαγητά του Ρωμιού, ο Βεχίπ πασάς στράφηκε στο Ραφέτ και του είπε:
—Άκουσε, φίλε μου. Επιθυμώ να φτάσει στο Σαμψόν οΔεσπότ' έφέντης δίχως να πάθει ούτε μια τρίχα από τό κε­φάλι του. Σύμφωνοι;
— Μείνε ήσυχος, πασά μου. Δε θα πάθει τίποτα. Έχω μια υπόθεση να ταχτοποιήσω με το Βαλή της Σεβάστειας και αμέσως μετά θα ταξιδέψω για το Σαμψόν, για να αναλάβω τό Σεβαχίλ κουμαντανούν της περιοχής. 'Εν όσω θα διοικώ εγώ εκεί πέρα, οι Ρωμιοί δεν έχουν νά φοβηθούν τίποτε απολύτως !
Ο Γερμανός άκουγε τό διάλογο των δυο μεγαλόσχημων πασάδων ζυγίζοντας μέσα του τα λόγια τους και προσπα­θώντας να ψυχολογήσει αν έλεγαν την αλήθεια ή έπαιζαν θέ­ατρο μπροστά στά μάτια του. Ωστόσο, όπως όφειλε, έκανε πως τους πίστευε και κάθε τόσο τους εξέφραζε τις ευχαριστίες του για την καλοσύνη τους.
Enver

ΔΕΝ ΠΕΡΑΣΕ πολύς καιρός και μια μέρα τοιχοκολλή­θηκε στις πλατείες της Σαμψούντας και των χωριών της μια διαταγή του Εμβέρ καί του Ταλαάτ, πού έλεγε ότι όλοι οι μη Μωαμεθανοί κάτοικοι των πόλεων και των χωριών της χώ­ρας, διατάσσονταν να παραδώσουν αμέσως κάθε είδους όπλα που διέθεταν στά σπίτια τους, κυνηγετικά, πολεμικά, περί­στροφα, ακόμα καί μεγάλα μαχαίρια. Όσοι δεν θα συμμορ­φώνονταν θα τιμωρούνταν με θάνατο.
Talaat
0ι Ρωμιοί του Πόντου, που αιώνες τώρα κρατούσαν φα­νερά τα όπλα τους και δεν τα αποχωρίζονταν παρά μόνο με το θάνατο τους, ερμήνεψαν το φετφά τούτο σαν ένα από τους μεγαλύτερους κινδύνους για τη ζωή και την ελευθερία τους. Και αρνήθηκαν να υπακούσουν.
Γιατί δε μπορούσαν, να παραδώσουν τά όπλα, πο μ' αυτά χαιρετούσαν κάθε μεγάλο γεγονός στην ατομική και κοινωνική ζωή τους: Αρρα­βώνα, γάμο, πανηγύρι, Ανάσταση. Που μ' αυτά υπεράσπιζαν τη ζωή, την τιμή και την περιουσία τους από κάθε επίβουλο ληστή, επίσημο και ανεπίσημο. Δε μπορούσαν να πα­ραδώσουν τη μόνη ελπίδα τους, τώρα που οί ίδιες οι επίσημες αρχές έκαναν μαρτυρική τη ζωή τους στα χωριά και έδιω­χναν κάθε ιδέα προσωπικής και γενικής σιγουριάς.
Όχι! Οι Ρωμιοί δεν ήταν Αρμένιοι να καθίσουν σαν αρ­νιά να τους σφάξουν οι Τούρκοι. Καμιά αυταπάτη δεν έτρε­φαν για την απειλή που κρεμόταν πάνω από τη φυλή τους. Καμιά υπόσχεση δεν τους αποκοίμιζε, έπειτα από τις αρμενικές σφαγές και έπειτα από τις πρόσφατες διώξεις και θα­νατώσεις των δικών τους συμπατριωτών. Μπροστά, λοιπόν, στο μεγάλο και πολύπλευρο κίνδυνο, κράτησαν πιο σφιχτά τα όπλα και δεν τα παρέδωσαν στους επίβουλους.
Ωστόσο ο φετφάς του Εμβέρ και Ταλαάτ έδωσε αφορμή για νέες, σκληρότερες διώξεις καί βιαιοπραγίες σε βάρος των Ρωμιών. Με το πρόσχημα της έρευνας για την ανεύρεση όπλων, νέα καταδιωκτικά αποσπάσματα ζαπτιέδων και στρα­τιωτών εξορμούσαν στά ρωμαίικα χωριά, τα τρομοκρατού­σαν, τα αναστάτωναν και δημιουργούσαν καινούργιους φυγά­δες των βουνών.
Όσα σπίτια έβρισκαν άδεια και παρατημένα, τα λή­στευαν και κατόπιν τα έκαιγαν.
Τούτα τα τελευταία γεγονότα πύκνωσαν και πλήθυναν τις αντάρτικες ομάδες στα δάση και τα βουνά, έτσι που κάθε χωριό απόχτησε τη φωλιά του, το λημέρι των πολεμιστών που υπεράσπιζαν τον άμαχο πληθυσμό. 'Ομάδες μέ αυτοσχέδιους οπλαρχηγούς, ομαδάρχες, μικροκαπετάνιους καί καπετάνιους, ξεφύτρωναν κάθε τόσο σ' όλα τα χωριά, σ' όλες τις περιοχές και τις περιφέρειες του Δυτικού Πόντου, και μά­λιστα στις πυκνοκατοικημένες από Ρωμιούς περιφέρειες της Σαμψούντας, της Πάφρας, της Έρμπαγας, της Κάβζας, του Λαντίκ, της Τοκάτης, της Νεοκαισάρειας, της Μερζιφούντας, της Οινόης, της Φάτσας και του Τσαρσαμπά.
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ η Τούρκικη Κυβέρνηση έστειλε στη Σαμ­ψούντα το Ραφέτ πασά, ως Γενικό Διοικητή του παραλιακού Πόντου. Μαζί του διόρισε καί το Βαχαεντίν ως πολιτικό Διοικητή.
Πρώτη δουλειά του Ραφέτ, μετά την εγκατάστα­ση του στρατηγείου του στη Σαμψούντα, ήταν να τρομοκρα­τήσει τους Ρωμιούς της περιφέρειας. Κατάρτισε, λοιπόν, ένα σχέδιο συστηματικής και αμείλικτης καταδίωξης, και έ­στειλε για την εκτέλεσή του γερά αποσπάσματα στρατού και χωροφυλακής με την εντολή, όποιο λιποτάχτη ή ένοπλο έβρισκαν, να τον τουφεκίζουν επί τόπου χωρίς διαδικασία !
Μα η εφαρμογή, όπως πάντα, ξεπέρασε τό σχέδιο, είτε από υπέρμετρο ζήλο των εκτελεστών του, είτε με μυστική διαταγή των σχεδιαστών. Ετσι, οι θανατώσεις επεκτείνονταν και στους άοπλους άντρες που έπιαναν: Τους έδεναν κι αυτούς σαν να ήταν επικηρυγμένοι και τους κρεμούσαν στα δέντρα μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους! Αλλους πάλι τους κατέβαζαν στη Σαμψούντα και τους κρεμούσαν στήν πλατεία του Σαάτ - χανέ, βάζοντας στο στήθος μια πινακίδα που έ­γραφε ότι δήθεν ήταν αντάρτες, πού σήκωσαν τα όπλα τους εναντίον τής πατρίδας. Ωστόσο, τα τούρκικα αποσπάσματα πού χτένιζαν τόν τόπο, δεν τολμούσαν να προχωρήσουν πα­ραέξω από τα χωριά, στα βουνά και τα δάση, όπου υπήρχαν οι πραγματικοί αντάρτες και λιποτάχτες με τα ντουφέκια. Οργίαζαν πάνω στο φιλήσυχο και άμαχο πληθυσμό, πού δεν αποφάσιζε να το κουνήσει από τα σπίτια του, έδερναν, ατίμαζαν καί φεύγοντας άρπαζαν τά ζώα καί τά πολύτιμα αντικείμενα πού έβρισκαν.
Μέσα σ' αυτή τήν ζούγκλα πού δημιουργήθηκε στο ύ­παιθρο, τόλμησαν μερικοί γέροντες και γριές να κατέβουν στην πόλη και να τραβήξουν ίσια στη Μητρόπολη. Μπαίνον­τας μέσα στο μεγαλόπρεπο μέγαρο, έπεσαν στά πόδια του Δεσπότη, του ανιστόρησαν με τρόμο και δάκρυα τα μαρτύρια και τις καταστροφές πού πάθαιναν καθημερινά από τα απο­σπάσματα του Ραφέτ πασά και τον ικέτεψαν να σώσει τα παι­διά τους από τόν ξέφρενο κατατρεγμό, γιατί έτσι που πήγαινε ο ζήλος των Τούρκων, δε θα άφηνε ψυχή ρωμαίικη στα χωριά.
Ο Γερμανός σηκώθηκε αναστατωμένος από τήν πολυ­θρόνα του και την ίδια στιγμή, με τη θερμή παρακίνηση και του Πρωτοσύγκελου Πλάτωνα Αϊβαζίδη, σηκώθηκε να πάει στο Στρατιωτικό Διοικητή. Έπειτα από λίγη ώρα το χρυ­σοποίκιλτο αμάξι του σταματούσε έξω από το κονάκι του πασά. Κατέβηκε καί μπήκε μέσα.
 Στο διάδρομο συνάντησε το Βαχαεντίν, που πήγε να δείξει, μ' ένα υποκριτικό χαμό­γελο, την ευχάριστη τάχα εκπληξή του για τήν επίσκεψη του Μιλέτ μπασί των Ρωμιών στο Διοικητήριο.
Ο Δεσπότης χαιρέτησε ψυχρά τον παλιό του γνώριμο και προχώρησε. Ο Βαχαεντίν τον ακολούθησε καί προτρέχοντας του άνοιξε τήν πόρτα του Διοικητή. Ο Δεσπότης μπήκε, περπάτησε τό μα­κρόστενο περσικό χαλί πού έφτανε ως τό γραφείο του Ραφέτ, έκανε μια κίνηση σα χαιρετισμό καί κάθισε σέ μια βαθιά πο­λυθρόνα πού του υπέδειξε μέ προσποιητή ευγένεια ο πασάς.
— Δεσπότ' έφέντη, χός κελτί! Πώς ήταν αυτό τό ξαφνικό;
Ο Γερμανός δε μίλησε. Προσπάθησε να κυριαρχήσει στη θύελλα που λυσσομανούσε μέσα του καιόταν τα κατάφερε κά­πως, πήρε το επιβλητικό εκείνο ύφος πού ταίριαζε στο αξίωμα και στο χαρακτήρα του και με φωνή δυνατή καί σταθερή ζήτησε, χωρίς να κάνει κανένα πρόλογο, να σταματήσει αμέσως ο βάρβαρος κατατρεγμός σε βάρος τού ποιμνίου του.
Δεν πρόλαβε όμως να τελειώσει το λόγο του, γιατί ο Βαχαεντίν τον διέκοψε απότομα και με τόνο γεμάτο ασέβεια και σκαιότητα του φώναξε ότι καλά θα κάνει να βουλώσει το ά­πιστο στόμα του. Ο Ραφέτ πάλι, έγινε πιο έξαλλος από το Βαχαεντίν.
  Πρόσεχε τα λόγια σου, τράγε των Γκιαούρηδων! κραύ­γασε. Οι στιγμές είναι κρίσιμες για την ίδια την ύπαρξη της πατρίδας μας. Αν δεν καθίσεις φρόνιμα κι εσύ, θα πέσει και το δικό σου κεφάλι!
Ο Καραβαγγέλης έμεινε γιά μια στιγμή άφωνος. Κόντευε να χάσει την ψυχραιμία του με τη βάναυση στάση των συνο­μιλητών του. Του ήρθε να ξεσπάσει κι αυτός σε οργισμένο και απειλητικό τόνο, μα τελικά κατάφερε να συγκρατηθεί και να πει κάπως κυριαρχημένα:
Με προκαλεί κατάπληξη, εφέντηδες, ο τρόπος με τον οποίο μου μιλάτε. Τα λόγια σας αυτά καθ' εαυτά αποτελούν ωμή παραβίαση των κεκτημένων από αιώνες καί μέ διε­θνείς συνθήκες κατοχυρωμένων προνομίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας ! Απαιτώ να μου δώσετε ικανοποιητικές εξηγήσεις για την απαράδεκτη συμπεριφορά σας!
Ο Ραφέτ πασάς κοίταξε άγρια στα μάτια το Δεσπότη. Το οργισμένο βλέμμα του συγκρούστηκε με το ξεσπαθωμένο βλέμμα του Ρωμιού, μονομάχησε λίγα δευτερόλεπτα μαζί του σκληρά και επίμονα, ώσπου στο τέλος λύγισε και κατέπεσε:
Σού επαναλαμβάνω, είπε κάπως άτονα ο πασάς, ότι πρέπει να προσέχεις. Μάθαμε ότι συνεργάζεσαι με ορισμένα ύποπτα άτομα πού προμηθεύουν χρήματα καί όπλα στούς φυγόστρατους.
Διαμαρτύρομαι! ξέσπασε ο Δεσπότης μέ βροντερή φωνή. Αν υπάρχει και η ελάχιστη υποψία, σας προκαλώ να δικαστώ αμέσως. Δεν επιτρέπεται όμως νά παραβιάζετε προ­νόμια αιώνων, που παραχώρησαν στην Εκκλησία μας οι κατά καιρούς Σουλτάνοι τής Αυτοκρατορίας.
Προφέροντας τα τελευταία λόγια ο Γερμανός Καραβαγγέλης σηκώθηκε όρθιος με ξαναμμένο πρόσωπο. Το ψηλό παράστημά του και η επιβλητική φυσιογνωμία του τον έκαναν να φαντάζει σαν προφήτης του Ισραήλ σε ώρα μεγάλης έκ­στασης. Χωρίς να χαιρετήσει, τράβηξε ίσια προς την έξοδο, βγήκε καί έκλεισε πίσω του τήν πόρτα. Ο Βαχαεντίν κοίταξε με αμηχανία τον άναυδο Ραφέτ για κάμποσα δευτερόλεπτα και κατόπιν είπε με βραχνή φωνή:
ι ράτσα κι αυτοί οι Γκιαούρηδες! Δεν ξέρει κανείς πως να τους φερθεί.
Θα σου πω εγώ πώς πρέπει να τους φερόμαστε, είπε ο Ραφέτ εξαγριωμένος: Πρέπει να τους εξοντώσουμε όλους!... Αυτή είναι η μόνη λύση για να απαλλαγούμε μια γιά πάντα απ' την επικίνδυνη παρουσία τους μέσα στη χώρα μας.
Μην ξεχνάς πως μας έχουν υποδουλώσει οικονομικά, μόλο που πολιτικά τους έχουμε ακόμα κάτω από τα πόδια μας. Καλά μου έλεγε ο φον Γκόλτς ότι το κράτος μας είναι μάλλον ρω­μαίικο παρά τούρκικο, αφού οι Ρωμιοί κυριαρχούν στην οικονομία μας, και ότι τότε μόνο θα γίνει τούρκικο, όταν λεί­ψουν οι Ρωμιοί από τη χώρα μας.
Αγαπητέ μου, Βαχαεντίν, ο φον Γκόλτς είχε δίκιο. Η φυλή μας αποκοιμήθηκε, μετά από τα λαμπρά κατορθώματα και τις κατακτήσεις του έν­δοξου παρελθόντος. Της χρειάζεται ένα διεγερτικό για να της ανάψει το αίμα ξανά! Τής χρειάζεται νά μεθύσει, νά φανα­τιστεί. Και ιδού η ευκαιρία: Ο πόλεμος!
  Ναι, Ραφέτ πασά. Έχεις απόλυτο δίκιο. Χρειάζεται να ξυπνήσει τό μιλέτι μας. Αλλά μην ξεχνάς ότι δεν πάμε καλά στο μέτωπο.
Ό Ραφέτ πασάς δε μίλησε. Παραδέχτηκε σιωπηλά την ορθότητα της παρατήρησης του Βαχαεντίν καί βυθίστηκε μαζί του σε μελαγχολικές σκέψεις.


Χρήστος Σαμουηλίδης

"ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ" 

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah