Η διασκεδαση στη Σαντά

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Η μεγαλύτερη διασκέδαση τους ήταν τα πανηγύρια. Φορούσαν τα καλά τους ρούχα (ενέλλαζαν) και ξεκινούσαν παρέες- παρέες για το πανηγύρι.
"Λελεύω 'γώ και τη Σαντά καπάνα και παϊρα
Αναλλάζ'νε τα κόρτσοπα και πάν' 'ς σα παναΰρα".
- Να χαρώ 'γω τη Σαντά ανηφοριές και βράχια
τα κορίτσια στολίζονται και παν 'στα πανηγύρια.
Μπροστά πήγαιναν τα παλικάρια ζωσμένα με τ' άρματα, για προφύλαξη από τυχόν ενοχλητικούς. Ακολουθούσε το χαρούμενο πλήθος από γυναίκες, άντρες και παιδιά με γέλια, φωνές και τρα­γούδια.
Όταν είχαν πανηγύρι, γινόταν "μονοκκλησία", δηλαδή λει­τουργούσε μόνο η εκκλησία που γιόρταζε, γι' αυτό και, πήγαινε πολύς κόσμος στα πανηγύρια.
Οι νέες γυναίκες έπρεπε να συνοδεύονται από τον άντρα τους ή τον αδελφό ή τον πατέρα, την μητέρα, ή τέλος από κάποιο ηλικιωμένο συγγενικό πρόσωπο.
Στα πανηγύρια πήγαιναν να εκκλησιαστούν, να γράψουν ονό­ματα νεκρών και ζωντανών, να τα διαβάσει ο παπάς, να ζητήσουν την βοήθεια του Αγίου που γιόρταζε. Εκεί συναντιόντουσαν με συγ­γενείς και φίλους από τα άλλα χωριά, διασκέδαζαν, τραγουδούσαν ,χόρευαν με την μελωδία της λύρας και της γκάιντας (τουλούμ').

Από τα πανηγύρια, την πρώτη θέση την είχε το πανηγύρι της Παναγίας Σουμελά στις 15 Αυγούστου, όπου πήγαιναν "σύν γυναξί καί τέκνοις", αν και ήταν αρκετά μακριά, περίπου τέσσερες ώρες με τα πόδια.
Οι Σανταίοι ήσαν πολύ δεμένοι με το μοναστήρι και το θεωρούσαν δικό τους. Στάθηκε γι' αυτούς το σύμβολο της θρησκείας και του έθνους. Οι καλόγηροι μάλιστα κρατούσαν αρκετά δωμάτια για τους Σανταίους προσκυνητές, που όταν αντίκριζαν μοναστήρι ρίχνανε μπαταριές, για να το χαιρετήσουν και να κάνουν γνωστή την άφιξη τους.
Μετά την λειτουργία, στην αυλή της εκκλησίας και στους γύρω χώρους, στήνονταν "οι χοροί". Προσκυνητές από τα γύρω χόρευαν και τραγουδούσαν όλη την νύχτα. Οι ψαλμωδίες έσμιγαν με την γλυκιά μελωδία της λύρας, τις χαρούμενες φωνές των προσκυνη­τών και τους διαρκείς πυροβολισμούς. Αντιλαλούσαν τα γύρω βου­νά και η ατμόσφαιρα γέμιζε από μαγεία και μυστήριο. Τα παλικά­ρια χόρευαν τον λεβέντικο χορό της "Σέρας" και με τα πηδήματα και τα "τσαλίμα" τους (σκέρτσα) προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν τις κοπέλες που παρακολουθούσαν, θαύμαζαν και διάλεγαν ή ενέκριναν τον αγαπημένο τους.
Άλλη διασκέδαση ήταν οι χοροί που γινόταν στις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Κοπέλες και vυμφοπούλες χόρευαν πιασμένες χέρι-χέρι κι έλαμπαν μέσα στ' άστρα ρούχα τους, τις μεταξένιες ζουπούνες.
Στην άλλη πλευρά του κυκλικού χορού, οι λεβέντες χόρευαν τραγουδούσαν και θαύμαζαν την ομορφιά και τα νιάτα. Εκεί γινόταν και η επιλογή της μελλοντικής συντρόφισσας στη ζωή. Στους χορούς, στα πανηγύρια! Πού αλλού;
Ανάλογοι χοροί γίνονταν και στους αρραβώνες και τα βαφτίσια. Μεγάλη χαρά και διασκέδαση ήταν και οι γάμοι.



Ο γάμος, "η χαρά" ήταν χαρά για όλο το χωριό. Οι προετοιμασίες άρχιζαν από την Παρασκευή και ολόκληρο το χωριό παρουσίαζε μια ξεχωριστή κινητικότητα. Άλλοι βοηθούσαν στο σπίτι γαμπρού και άλλοι στο σπίτι της νύφης.
Στο γάμο το γλέντι άρχιζε από το Σάββατο στο σπίτι της νύφης "τα κοριτσακά", συνεχίζονταν στο σπίτι του γαμπρού την Κυριακή μετά τη στέψη, και τελείωνε τη Δευτέρα με τον χορό "Κοτσαγγέλ" που είχε ειδικό τραγούδι και ειδικό βηματισμό.
Η νύφη, ο γαμπρός, ο κουμπάρος και όλοι όσοι ξενύχτησαν γαμήλιο γλέντι, το πρωί της Δευτέρας γύριζαν τα γειτονικά και συγγενικά σπίτια, χορεύοντας τον ειδικό, τελευταίο χορό του γάμου "Κοτσαγγέλ'", και κατέληγαν το μεσημέρι στο σπίτι του γαμπρού.
Ένα άλλο είδος διασκέδασης ήταν και τα νυχτέρια στα βράδια του χειμώνα, τα λεγόμενα "παρακάθα" όπου οι γυναίκες δεν έμεναν αργές, έπλεκαν, έγνεθαν, πολλές μαζί παρέα.
Στις μικροχαρές των γυναικών μπορεί να προστεθεί και η κου­βεντούλα στη βρύση, "'ς σό πεγάδ'". 
Πολλές φορές μπορεί και να μην είχαν ανάγκη από νερό, όμως οι νυφοπούλες και οι κοπέλες πήγαι­ναν μόνο και μόνο να συναντηθούν, να πουν δυο κουβέντες, "να σταυρόννε δύο λόγια". Να πούνε κανένα αστείο ή να εκμυστηρευ­τούν κάποιο πρόβλημα τους. Οι κοπέλες έλπιζαν να συναντήσουν ή να δουν, έστω από μακριά, αυτόν που επιθυμούσαν. Όλ' αυτά όμως γίνονταν πολύ γρήγορα, για να μη τις κατσαδιάσουν οι σπιτικοί τους.
Τη Τσαχμάχ' το πεγάδ'
Οι βρύσες, "τα πεγάδα" ήσαν κτισμένες με θόλο από πάνω και έτσι η κουβεντούλα ήταν ευχάριστη, αφού δεν τις εμπόδιζε ούτε η βροχή ούτε το χιόνι.
Οι "μολυβούδες" - κουτσομπόλες έλεγαν γι' αυτές που το παρά­καναν και πιάνανε κουβέντα στη βρύση.
"Μώ σε, ατέ έναν γαράρ' 'ς σά πεγάδα άπάν'-καικά κείται ή ανευλόετος".
- Καλέ, αυτή όλη την ώρα στη βρύση παραφυλάει, η ανεπρόκο­πη.
Λίγη χαρά τις έδινε και η ελευθερία που απολάμβαναν την επο­χή του θερισμού του χόρτου. Ξεμάκραιναν από την αυστηρότητα της κοινωνίας τους και χαίρονταν εκεί την ελευθερία τους.
Έτσι διασκέδαζαν και χαίρονταν οι γυναίκες στη Σάντα του Πόντου, όπου τα καλοκαίρια ήσαν μικρά και ατέλειωτοι οι χειμώνες.

Πόπη Τσακμακίδου Κωτίδου
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah