Ο Χρυσοκέντητος Επιτάφιος της Σουμελά

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Σε παλαιοπωλείο του Λονδίνου και συγκεκριμένα στα καταστή­ματα Maurice εντόπισε τον Ο­κτώβριο του 1932 τον επιτάφιο της Μονής Σουμελά, ο Αντώνης Μπενάκης. Ο ιδρυτής του ομώ­νυμου μουσείου αγόρασε το πο­λύτιμο εκκλησιαστικό κέντημα του 18ου αιώνα έναντι 200 λιρών Αγγλίας και το έφερε στην Ελλά­δα, για να το εκθέσει στο Μουσεί­ο Μπενάκη. Το 1997, το Μουσείο παραχώρησε τον επιτάφιο, ως μόνιμη παρακαταθήκη, στη Νέα Μο­νή Σουμελά, στην Καστανιά Ημα­θίας, όπου και βρίσκεται σήμερα.
Ο επιτάφιος είναι το λειτουρ­γικό άμφιο που χρησιμεύει ως εικόνα του Θρήνου κατά την πο­μπή της Μεγάλης Παρασκευής και απλώνεται πάνω στην Αγία Τράπεζα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας από του τέλους του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου ως την Ανάληψη.
Ο επιτάφιος της Μονής Σουμελά, σύμφωνα με τους ειδικούς που τον έχουν μελε­τήσει, είναι κεντημένος με υλικό αρίστης ποιότητας, μετάξι και σύρ­μα, αργυρό και χρυσό. Κεντήτρια ήταν η Θεοδοσία του Κασυμπούρη και η μαθήτρια της, Ελισάβετ, όπως αναφέρεται πάνω στο εκκλησιαστικό άμφιο. «Η Θεοδοσία κεντά σε όλα τα επίπεδα πρώτα με ερυθρό ή πράσινο μετάξι και πάνω από αυτό περνά το χρυσό ή αργυ­ρό σύρμα, ούτως ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται περί δυο ενδυμάτων εκ των οποίο το πρώ­το διαφανές», σημειώνει στα μέσα του περασμένου αιώνα η Βυζαντι­νολόγος Ευγενία Βέη Χατζηδάκη, στο βιβλίο της «Εκκλησιαστικά κεντήματα» (Εκδόσεις: Μουσείο Μπενάκη, 1953).
Ο επιτάφιος απεικονίζει τον Χριστό να κείτεται σε λάρνακα, πίσω από την οποία η Παναγία σκύβει επάνω στον νεκρό, κρα­τώντας με το αριστερό της χέρι τον ώμο του γιου της. Δίπλα στην Παναγία απεικονίζεται ο Ιωάννης που σκύβει και φιλάει «την δεξιάν του Ιησού». Ακολουθεί ο Νικό­δημος, ο οποίος στηρίζεται σε μια σκάλα, ενώ ο Ιωσήφ γονατισμένος στα πόδια του νεκρού αγγίζει την άκρη του νεκρικού σεντονιού.
 Στα πλάγια στέκονται οι αρχάγγελοι με τα εσωτερικά φτερά ανοιχτά, τα οποία σχηματίζουν ένα είδος τόξου μαζί με τον σταυρό, πάνω από την σκηνή. Οι αρχάγγελοι φορούν στολή διακόνου και κρα­τούν θυμιατήρια και κηροπήγια. Στο βάθος διακρίνεται τμήμα του σταυρού, αριστερά και δεξιά του οποίου υπάρχει η επιγραφή :




Επιτάφιος Θρήνος
Μπροστά από τη λάρνακα, στο έδαφος υπάρχει καλάθι με τα ερ­γαλεία της ταφής : ακάνθινο στε­φάνι, μαστίγιο και αγγείο με ξίδι. Το χρυσοπράσινο έδαφος κοσμούν λουλούδια: τουλίπες και γαρύφαλλα. Την παράσταση περιβάλ­λει στενή ζώνη που περιέχει το ιδιόμελον της Μεγάλης Παρασκευής με κεφαλαία, ενώ γύρω από αυτήν υπάρχει ένα πλατύ πλαίσιο με πλούσιο διάκοσμο από λουλούδια και ελικοειδείς βλαστούς. Σε κα­θεμία από τις τέσσερις γωνίες α­πεικονίζεται ένας Ευαγγελιστής, στο μέσο της πάνω πλευράς ένας χερουβείμ και στο μέσο της κάτω αρχαΐζουσα επιγραφή με κεφα­λαία σε δαχτυλικό εξάμετρο, που αναφέρει την ταυτότητα του εκ­κλησιαστικού αμφίου.
«Τα πρόσωπα του Θρήνου είναι κεντημένα με πάρα πολύ λεπτό και ανοιχτό σιτόχρουν μετάξι και λεπτότατες βελονιές, ενώ οι κομ­μώσεις με ξανθό. Μόνο η κόμμωση του Νικόδημου είναι αργυρή με φαιά περιγράμματα», περιγράφει η Ευγενία Βέη - Χατζηδάκη και συνεχίζει πως «για τα ενδύματα της Παναγίας και του Ιωάννη η κεντήτρια χρησιμοποιεί χρυσό σύρμα ριζοβελονιά πάνω στην κεντημένη ήδη επιφάνεια με κόκκινο μετάξι ενώ για τα ρούχα των αγγέλων α­σημένιο σύρμα σε κυανό μετάξι.
Για το έδαφος χρησιμοποιήθηκε χρυσό σύρμα με πράσινο μετάξι, ενώ για τη λάρνακα αργυρό σύρμα και αργυρό μετάξι. Ο σταυρός, η σινδώνη και η στολή των αγγέλων είναι κεντημέ­να με αργυρό σύρμα και διακοσμού­νται με χρυσά κοσμήματα».
Ο επιτάφιος αφιερώθηκε στην τραπεζουντιακή μονή της Σουμελά με έξοδα του ηγουμένου Σωφρονί­ου, ο οποίος αναφέρεται μεταξύ των ανακαινιστών του ναού της μονής σε επιγραφή του 1732. «Η χρονολο­γία όμως ΑΦΛΗ (1538) οφείλεται εις ευνόητον σφάλμα της κεντήτριας (Φ αντί Ψ)», λέει η Ευγενία Βέη -Χατζηδάκη, παραθέτοντας εικόνα από άλλο κέντημα, όπου υπάρχει η υπογραφή της ίδιας κεντήτριας «Θεοδοσίας του Κασυμπούρη», με την χρονολογία ΑΨΛΑ (1731). Κατά τη Βυζαντινολόγο υπάρχουν κι άλ­λα στοιχεία που ενισχύουν τη διόρ­θωση της χρονολογίας.
Η πλατιά ανθοφόρος παρυφή, αποδιδόμενη κατά φυσιοκρατικό μάλλον τρόπο, αποτελεί χαρακτη­ριστικό στοιχείο του 18ου αιώνα, ε­ποχή κατά την οποία η σημασία της κεντρικής παράστασης περιορίζε­ται συχνά, προς έξαρση δευτερευ­όντων θεμάτων. Το στοιχείο τούτο δεν το συναντάμε το 16ο αιώνα. Στη σύνθεση, εξάλλου, παρατηρούμε ότι τα πρόσωπα του θρήνου π.χ. δεν εξαίρονται με την ιεραρχία και σα­φήνεια την οποία διακρίνουμε σε ε­πιταφίους του 16ου αιώνα.
Ο Ιωάν­νης και ο Νικόδημος, παριστάνονται υπερβολικά ψηλοί, ενώ τα χέρια της Μαρίας Μαγδαληνής προβάλλουν με αδεξιότητα. Η προοπτική αντί­ληψη η οποία διαφαίνεται και δεν υπάρχει τον 16ο αιώνα συνήθως, δεν έχει εντελώς αφομοιωθεί, γι' αυτό και οι μορφές δεν έχουν άνε­ση στο χώρο. Εντούτοις, η παράστα­ση αναδεικνύεται με τους ψη­λούς αγγέλους, οι οποίοι, καθώς στέκονται στα δυο πλάγια ως παραστάδες, προσδίδουν μνη­μειώδη χαρακτήρα, ανάλογο με το θέμα.
Οι αδυναμίες της σύνθεσης μπορούν να ερμηνευθούν λόγω της ανάπτυξης της εργαστηρια­κής χρυσοκεντητικής, η οποία αποβλέπει κατά την εποχή αυτή περισσότερο στην επίδειξη της δεξιοτεχνίας και λιγότερο στην αυστηρή τήρηση της παράδοσης. Κατά τον 16ο αιώνα η παράστα­ση του επιταφίου παρουσιάζεται ως οργανική εξέλιξη του αρχι­κού τύπου του Χριστού Αμνού, με τονισμένη ιερατική έκφρα­ση στα πρόσωπα του Θρήνου και τυπολογική σαφήνεια στη σύνθεση, ώστε ο λειτουργικός χαρακτήρας να διέπει ακόμη την παράσταση.
Αντίθετα τον 18ο αιώνα διαπιστώνουμε μια ουσιαστική παραλλαγή. Διευ­ρύνεται ο κύκλος της επιλογής των εικονογραφικών θεμάτων δια ποικίλων συνδυασμών, τα πρόσωπα αποκτούν ατομικά χαρακτηριστικά και ο χαρακτή­ρας του υφάσματος τείνει να με­ταβληθεί από λειτουργικός και έπειτα αφηγηματικός σε δια­κοσμητικό. Στη μεταβολή αυτή συντελεί ασφαλώς και η εισδο­χή των δυτικών επιδράσεων, οι οποίες είναι ορατές ως προς το σχέδιο και την τεχνική, στα εν­δύματα, ιδίως στις στολές των αγγέλων, στο ανθισμένο έδα­φος, τα εργαλεία της ταφής και την ανθική πλατιά παρυφή. Η τεχνική της Θεοδοσίας και της μαθήτριας της Ελισάβετ παρέ­χει ένα ακόμη αντιπροσωπευ­τικό δείγμα της ανανέωσης της χρυσοκεντητικής μέσω των δυ­τικών επιδράσεων.
Σημειώνεται πως ο επιτάφιος είναι δημιούργημα της ύστερης Βυζαντινής εποχής κι εξέλιξη του μεγάλου «αέρα», ενός λει­τουργικού αμφίου με το οποίο κάλυπταν τα Τίμια Δώρα, το άγι­ο ποτήριο και το δισκάριο. Στους «αέρες» απεικονίζεται το sώμα του νεκρού Χριστού ως αμνού, συχνά μάλιστα ως νήπιο μέσα σε δισκάριο, δορυφορούμενου από τις αγγελικές δυνάμεις.
  Όπως φαίνεται από τις πηγές και τις πα­ραστάσεις σε τοιχογραφίες, ο επιτάφιος-μεγάλος αέρας χρησίμευε και ως λιτανευτικό πέπλο κατά τη διάρκεια της πομπής της Μεγά­λης Εισόδου, συμβολίζοντας τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα.
Τη μεταβυζαντι­νή περίοδο η χρήση του επιταφίου περιορίζεται στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, με αποτέ­λεσμα η εικονογραφία του να απο­κτήσει βαθμιαία και αφηγηματικό χαρακτήρα, απεικονίζοντας όλα τα πρόσωπα του θρήνου.



Γιάννης Φώσκολος

Πηγή: εφημερίδα ΕΘΝΟΣ



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah