Η ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Η ωραία Σαντά βρίσκεται στα νότια της Τραπε­ζούντας δέκα ώρες με τα πόδια απ' αυτή. Στα βόρεια της Γκιουμουσχανέ, αλλιώς Αργυρούπολη, στα ανατο­λικά της Μονής Σουμελά και στα δυτικά του Καραντερέ, ποταμού των Σουρμένων.
Η επτάκωμος Σαντά, είναι χτισμένη πάνω σε επτά πράσινες γραφικές πλαγιές, πού περιτριγυρίζονται από πανύψηλες οροσειρές δυο μεγάλων βουνών.
Οικογένεια στη Σαντά

Το ένα λέ­γεται Άεζεράτσ ύψους 3 χιλιάδων μέτρων μέ δύο κορυφές, το  τρανόν και μικρόν Αεθόδωρον. Το άλλο βου­νό λέγεται Παριάδρης, έχοντας ψηλότερη κορυφή τό Τεπέ ή Ιερόν όρος ή Χήνιον Όρος ή Θήχη μέ 2.600 μέτρα. Θρυλείται μάλιστα πώς σ' αυτή την κορυφή Θήχη, πολέμησαν άγρια οι Μύριοι του Ξενοφώντος μέ τούς Λαζούς κι’ από κει αντίκρισαν τον Εύξεινο Πόντο φωνάζοντας τό ιστορικό, θάλαττα-θάλαττα, κι’ έχτισαν θυσιαστήριο μέ πέτρες για να θυσιάσουν στα είδωλά τους.
 Οι δυο αυτές οροσειρές πού ζώνουν τη Σαντά ενώνονται στο νότο και σχηματίζουν τό οροπέδιο του Τόσκιοπρι, πού σ' αυτό βρίσκονται οί πηγές του πο­ταμού Γιάμπολη. Άλλο βουνό της Σαντάς είναι τό Τσαρτακλή μέ 2.300 μέτρα ύψος. Τό Γιμπουρτάσ, πού βρίσκεται πάνω απ' τό παρχάρι Κατσάλια μέ ύψος 2.300 μέτρα.

Ή Σαντά είναι χτισμένη, όπως είπαμε, σε επτά γραφικές πλαγιές των λόφων. Τζιφίνια, Κατσία, τή Γοργόρ τό λιθάρ, τα ποντίλια, τα Ασερόνια, τό Φουρνόπον, όπου τό 540 μ.Χ. έγινε γενική σφαγή της ενο­ρίας των Ισχανάντων απ’ τούς Πέρσες, του Μωρέν του Μεντσινά, της Μάϊσας τό Καπάν, της Πογιαχανάν της Σαξιάβερας, φημισμένης για τή γονιμότητα του εδά­φους της, πού δίνει στο ένα  ογδόντα καρπό.
Γέφυρα στον Γιάμπολη

H Σαντά ποτίζεται από διάφορα ρυάκια του Γιάμπολη ποταμού, πού χωρίζει τη Γεμουρά απ' τα Σούρ­μενα. Τέτοια ρυάκια είναι του
Σταυρωματί, 
τη Στοδούλ, 
του Τσακαλάντων,
τη Γαλούμ, 
τη Κωφού, 
τη Ζουρνατζαλάβας,
τη Παύλ' τη Χαρπαρίτα,
τη Βαΐβάτερε,
τη Πιρπιρής,
τη Σκορδενί,
τό Βαθύν, 
των Ζουρνατζάντων,
τη Λευκί, 
τη Καμένονος,
τη Σκουντελίτσα,
και του Χαρτωτή.
Τα όρια της Σαντάς, απλώνονται, όπως αναφέρε­ται σε αρχαία Χοτζέτια, στα εξής λημέρια. Στο Τελήκ Πουρνάρ,
Χαϊν Κετηγή, 
Καζουκλή Πελί, 
Τσοράη Κε­τηγή, 
Ούτσ τάσ, 
Ζιαρέτ-τεπέ, 
Κιοσάν-γιολί, 
Κολόσα-πασι, 
Όλουκλή Πουνάρ, 
Ταρήκι άμ,
Ίσχάν μεζιρεσί, 
και Τσαρτακλή.
Δρόμος για τη Σαντά
Η Σαντά έχει χορτολείβαδα θαυμάσια, μέ χιλιά­δες αγριολούλουδα, πού κάνουν τα τσαΐρια τους να μο­σχοβολούν απ' τα πολύχρωμα ευωδιαστά λουλούδια. Πολλές περιοχές των λιβαδιών της είναι γεμάτες από θάμνους, πού έχουν άνθη εύωδιαστά. 
Τέτοιοι θάμνοι είναι τά ροδόδενδρα, τά διφόρια, τό κοσμάτσ, ή μασούρα, τό άβάτ, το λουτούδ, τά σμέουρα, τό σαρμασιούχ, τό φραγκοστάφυλο, το ρακάν στην περιοχή Ζιαβιρί, το κωφόξυλο, τό τσήκαρι.
Περίεργο είναι ότι στη Σαντά, οι μέλισσες πολλές φορές κάνουν ένα μέλι, τό «παλαλόν τό μέλ», πού όποιος τό φάγει χάνει για λίγο την ισορροπία του μυαλού του.
Ό σοφός Αριστοτέλης γράφει ότι —τό παλαλόν μέλ— γίνεται απ’ τή γύρι, πού παίρνουν οί μέλισσες απ’ τό τσιμσίρι, κοινώς πυξάρι, ό δε αρχαίος Γεωγράφος Στρά­βων, γράφει ότι τό παίρνουν απ’ τις κορυφές των δέν­δρων.
 Ό Διοσκουρίδης ισχυρίζεται ότι τούτο τό μέλι εφοδιάζονται απ' την Αζαλέα, την πικροδάφνη, τό Λεβόρ, τή ζαζέλα, τό δαφνοκέρασο. Σ’ αυτό συμφωνεί κι’ ό σοφός Ρωμαίος Πλίνιος, προσθέτοντας μάλιστα, ότι, τό «παλαλόν τό μέλ», βγαίνει απ' τό τσιφίν και το κομάρ. Κυρίως όμως το δηλητήριο τούτο, το παίρ­νουν οί μέλισσες απ’ τό Τζιφίν στην τοποθεσία Τζιφίνια.
Οί πλαγιές των λόφων της Σαντάς είναι κατά­σπαρτες την άνοιξη από χιλιάδες είδη λουλουδιών, πού γεμίζουν τον αέρα μέ τις ευωδιές τους και προσελκύουν μυριάδες μέλισσες, τζιτζίκια, χρωματιστές πεταλούδες, σκαθάρια και μπουμπούρια.
Οί πλαγιές της Σαντάς, οί λόφοι και οί ρεματιές της, ως και τά δάση της είναι γεμάτα από τρυφερά μαντάκια, λάπαθα, στυπόγλυκα, τσουμπόνια, κιντέατα, κουκουλόφυλλα για σκέπασμα του κεφαλιού, μολόζια, χαμούχτα, τά βόχα μέ τούς μυ­ρωδάτους βλαστούς τά στουπίτας, τά θομάρια, τά κουσκουτάνια, τά πολύτιμα νακενάρ, πού φυτρώνουν ευθύς μετά άπ' τις βροχές και τά ζαβίρια άσπρα, κόκκινα και μαύρα, πού γεμίζουν την περιοχή του Μιτζινά.
Οί βράχοι της Σαντάς είναι ονομαστοί, περίεργοι για το κόκκινο χρώμα τους, μεγαλοπρεπείς και θαυ­μάσιοι σε σχήμα και σε μέγεθος. Όποιος τούς βλέπει αισθάνεται ρίγη συγκινήσεως και θαυμασμού. Σπουδαίος βράχος είναι ό βράχος του Φουρνόπον, γιατί θυμίζει τή σφαγή των Σανταίων πού έγινε κατά τάν έκτο αιώνα μ.Χ. άπ' τά Περσικά στρατεύματα.
Άλλος βράχος είναι —τα’ άσπρα τά καπάνια— πού σ' αυτόν έγι­νε φοβερή μάχη των Τουρκικών στρατευμάτων μέ τούς Σανταίους, πού μια χούφτα αυτοί έτρεψαν σε φυγή χι­λιάδες Τουρκικά ασκέρια .
Είναι ό βράχος του Μωρέν, τη Βοά το λιθάρ, τη Γοργόρ, τo λιθάρ, τη Μάϊσας το Καπάν, πάνω άπ' την ενορία των Πιστοφάντων ,είναι o βράχος Κατσκαρόπον σε σχήμα γυναικός κρατώντας παιδί, πού είναι μια σπη­λιά σκοτεινή, μεγάλη και υγρή και πού χρησίμευε για αιώνες, σαν άσκηταριό μεγάλων ερημιτών Πατέρων.
Άλλος βράχος είναι της Μουρουζίνας το λιθάρ, το Ξιμιτόν το λιθάρ, πού βρίσκεται στήν περιοχή Κωφολείβαδο, ο βράχος στη Χαρτωτή μέ τή βαθειά σπηλιά, ασκηταριό αρχαίο πού γύρω του φυτρώνουν τά βόχα κι από τόν όποιο βγαίνουν οί καλύτερες πλάκες για στέγαση σπιτιών. Οί βράχοι πού δίνουν πανοραμική Όψη και βρίσκονται στήν περιοχή Κερχανάδες, εκεί πού βρί­σκεται και το ιστορικό, τη Γαβρά τό μαστορείον.

Η Σαντά έχει αξιόλογες χαράδρες και γκρεμούς.
Ένας τέτοιος γκρεμός δασωμένος μέ τα πανύψηλα Έλατα πού σκορπίζουν τό πένθιμο ύφος τους, είναι ό γκρεμός απέναντι της ενορίας των Πιστοφάντων· Είναι γκρεμός τρομερός πού προκαλεί τό δέος, ο ωραιότερος της περιοχής, γεμάτος μυστήριο και φαντασία, και γε­μάτος από άφθονα φτελιδίτσια και κουσπίτας. Άλλοι γκρεμοί είναι του Μελεσσιναρών, είναι ή χαράδρα του Γιάμπολη ποταμού απερίγραπτη σε θέα και κάλλος και ή χαράδρα του Τρανό Φτελέν.
Η Σαντά είναι γεμάτη άπό απέραντα βοσκοτόπια κι' άφθονα νερά, πού λέγονται παρχάρια. Σ’ αυτά ξεκαλοκαιριάζουν οι Σανταίοι μαζί μέ τά ζώα τους περ­νώντας δυο μήνες απλής, αμέριμνης και χαρούμενης ζωής.
  
Τά ωραία αυτά παρχάρια στη Σαντά είναι 
το Τσαρτακλή, 
της Αναλήψεως, 
του Κουζούκιολ, 
τά Τσατμάδας,
ή Κατάρουξα,
τά Κρεπέγαδα, 
το Τσιχούρ, 
το Κωφολείβαδο,
το Καζουκλή, 
το Κατσκάρ, 
το Γιμπρούτασι, 
το Τσισεκλή 
και το πιο όμορφο κι απέραντο, το Τάσκιοπρι μέ την καταπράσινη έκταση του, το Τηγάν.

Η Σαντά έχει δάση μεγάλα, απροσπέλαστα, πυκνά μέ πανύψηλα έλατα, 
όπως είναι το δάσος Πογιαχανά, απέναντι στα Δώδεκα  Αλάτια. 
Το δάσος των Πιστοφάντων, κοντά στα άσπρα Καπάνια.
Το δάσος στο Μονοκόϋρ προς τά Φτελένια. 
Το δάσος Κοπαλάντων, 
το δάσος Κιουλκενλούκ πλησίον του Χαπιάρ. 
Το δάσος Χαρατζάντων, 
το δάσος Σαββάντων στο Κρέν, όπου φυ­τρώνουν τά θομάρια και τά κουσπίτας. 
Το δάσος του  Αϊ Γιάννη, στο Φουρνόπον
, στο Κρύο Νερόπον,
Παΐράμ, 
Μαρέτεν,
Μελισσιναρών κι’ άλλα πολλά μέ έλατα, τεβόρια, οξιές και χαμηλά στο χώμα τους χιλιάδες ρί­ζες άπό βάγια, άπό ταφλάνια, άπό σπεντάμια, άπό κομάρια, άπό τζιοβίρια και αγριοτριανταφυλλιές. 
Τά δάση αυτά της Σαντάς φημίζονται ακόμα όχι μόνο για τη μεθυστική ευωδιά τους, αλλά και για τό πλήθος των μελωδικών πουλιών, πού κατά σμήνη κελαηδούν στα πυκνά κλωνάρια μέσα στήν απόλυτη ερημική μόνωση τους. Χιλιάδες αηδόνια, χιλιάδες - μυριάδες καρδερίνες, κορυδαλλοί και μελισσοφάγοι, αποτελούν τό τόσο συγ­κινητικό και μαγευτικό βασίλειο των ωδικών πτηνών.
Η Σαντά άπό αρχαιότατους χρόνους, έλαβε τό όνομα «Αγία Σαντά». Πιθανόν τούτο να οφείλεται σε δυό σημαντικούς λόγους.


Είσοδος Πιστοφάντων.

Ο πρώτος ότι, κατά τούς πρώτους Χριστιανικούς χρόνους ολόκληρη ή περιφέρεια της Χαλδείας, μάλιστα της Σαντάς, ήταν πυκνοκατοικημένη άπό χιλιάδες ασκητές ερημίτες, αναχωρητές και Μοναχούς. Τούτο βεβαιώνεται άπ' την ιστορία του Μεγάλου Βασιλείου Επι­σκόπου Καισαρείας, όταν Λαϊκός ακόμα επισκέφτηκε πολλά ερημητήρια του Πόντου, μεταξύ αυτών και της περιφερείας Σαντάς, όπως θα διαβάσουμε στον βίο του.

Κατά την εποχή του Μ. Βασιλείου, τό 350 μΧ. και πέρα ό Μοναχικός βίος του Πόντου βρισκό­ταν σε τέτοια άνθηση, ώστε στα βουνά και στις χαρά­δρες του ασκήτευαν περί τις 27 χιλιάδες Μοναχοί. Τού­το βεβαιώνεται κι' από διάφορες ανεπίσημες ανασκα­φές στα γύρω βουνά και την ανεύρεση πλήθους σπη­λαίων, ασκητηρίων και ερειπωμένων Μοναστηριών. Να γιατί ή Σαντά πηρέ τό όνομα —Αγία Σαντά—.

Υπάρχει όμως και δεύτερος σημαντικός λόγος κι αυτός είναι ό εξής. Κατά τούς τέσσερις αιώνες της Τουρκικής σκλαβιάς ή Σαντά φάνηκε Μάννα στοργική, όπως είπαμε κι αγκάλιαζε διαρκώς, χωρίς γογγυσμό, όλους τούς Έλληνες του Πόντου και της Αρμενίας. Τούς φιλοξενούσε, τούς τάιζε, τούς σκέπαζε άπ' τόν κατατρεγμό των Τούρκων. Κι ενώ μέσα στη Σαντά έβ­ρισκαν άσυλο χιλιάδες Πόντιοι καταδιωκόμενοι, τά παλληκάρια της Σαντάς τούς φρουρούσαν ξενυχτώντας στα γύρω βουνά, στα πυκνά δάση, στις σκοτεινές σπηλιές. 

Κι όταν οι Τούρκοι μανιασμένοι εναντίον τους πολιορ­κούσαν τή Σαντά, τότε οί γενναίοι άνοιγαν κλεφτοπό­λεμο γεμίζοντας τις χαράδρες, τά βουνά και τις βου­νοκορφές μέ χιλιάδες τούρκικα κορμιά, τρέποντας σε άτακτη φυγή τούς υπολοίπους.
Να γιατί ή Σαντά, ονομάστηκε «Αγία Σαντά», οί δε πολίτες της υπήρξαν οι πιο τίμιοι, οί πιο ευαί­σθητοι, οί πιο φιλόξενοι, οί πιο ελεήμονες, οί πιο ηθι­κοί και εργατικοί, οί πιο ανδρείοι, οί πιο ήρωες και φιλοπάτριδες Έλληνες.
Μα ή Σαντά τό 1461, όταν ή Οθωμανική αυτο­κρατορία κυριεύει τον Πόντο, σβήνει. Οί κάτοικοί της αφανίζονται άπ' τή σφαγή, τις εξορίες, τις πυρκαγιές. Σαντά δεν υπάρχει επί ογδόντα περίπου χρόνια, εκτός άπό λίγα ερείπια. Μόλις όμως έρχεται τό έτος 1541 ή Σαντά ξαναχτίζεται για δεύτερη φορά.

H νεώτερη κτίσις της Σαντάς οφείλεται στο έξης περίεργο περιστα­τικό.
Κάποια μέρα σ' ένα γειτονικό χωριό της ακατοί­κητης Σαντάς, το Τάσκιοπρι, γίνεται ένας γάμος και οί Έλληνες καλούν κι ένα Τούρκο αγά. Ο Τούρκος μεθά και μέσα στο μεθύσι του βρίζει τ’ όνομα του Χριστού, της Παναγίας και της Ελλάδας. Οί Έλληνες του Τάσκιοπρι μέ τη φλογερή πίστη στον Χριστό και τά ζωηρά ιδανικά της πατρίδος τους Ελλάδας, το φέρ­νουν βαριά και συνιστούν στον αγά να κλείσει το στό­μα του.
 Ο αγάς διπλασιάζει τις ύβρεις μέ τά πιο χυ­δαιότερα λόγια. Οί Έλληνες τότε τον αρπάζουν, τον δέρνουν κι  όταν τον βλέπουν να τούς επιτίθεται μέ φο­νικό όργανο, τον ρίχνουν κάτω, τον σκοτώνουν κάνον­τας τον κομμάτια.

Μετά άπ' το επεισόδιο αυτό τά παλληκάρια σηκώνονται και φεύγουν άπ' το Τάσκιοπρι κι έρχονται στα ερείπια της αρχαίας Σαντάς, άπ' όπου εί­χαν διωχθεί οί προγονοί τους. Βρίσκουν ένα ερειπωμένο αγρόκτημα του Μίτζινα κι  ένα ξεθεμελιωμένο εκκλη­σάκι του αγίου Χριστόφορου του Μάρτυρος, πού είχε μαρτυρήσει το 250 άπ' τον Δέκιο στήν πατρίδα του Καράταρε των Σουρμένων κι ανήκε στη φυλή των Μακροκέφαλων.

Παίρνουν λοιπόν πέτρες τά παλληκάρια, λάσπη, ξύλα και αρχίζουν να χτίζουν. Πρώτα-πρώτα οικοδομούν τόν ναό του αγίου Χριστόφορου, κρεμούν σ' ένα κλαδί δένδρου ένα τζαλπαράν, δηλαδή ξύλινη σανίδα μέ ρόπτρο, χτίζουν έπειτα σπίτια, κάνουν φούρνο και νερό­μυλο για αλεύρι.

Σιγά-σιγά μαζεύονται μερικές οικο­γένειες κι  έτσι συν το χρόνο ιδρύεται ή πρώτη ενο­ρία της Σαντάς. Ή ενορία αυτή ονομάζεται, ενορία των Πιστοφάντων γιατί τό πρώτο παλληκάρι πού σκότωσε τον Αγά, τό έλεγαν Θεόδωρο Πιστόφ. Έτσι και ή μι­κρή λίμνη της Σαντάς παίρνει το όνομα των Πιστοφάντων, γιατί στήν όχθη της έχουν χτίσει τόν αλευρόμυλο. Μάλιστα είναι τόσο μικρή, ώστε θρυλείται πώς ένας πετεινός κάποτε άνοιξε τα φτερά του άπ' τόν μύλο των Πιστοφάντων και πέταξε χωρίς να βραχεί στήν απέναντι όχθη της λίμνης.
Μέ την πάροδο του χρόνου, χτίζονται επτά μεγάλες ενορίες σαν χωριά, σε επτά γραφικές καταπράσινες πλαγιές κι' όλες μαζί οί ενορίες αποτελούν την πόλη Σαντά μέ είκοσι χιλιάδες κατοίκους. Οί ενορίες αυτές είναι πρώτη των Πιστοφάντων, των Κοσλαράντων, των Τερζάντων, των Ζουρνατζάντων, των Ίσχανάντων, των Τσακαλάντων και των Πινιατάντων. Κάθε ενορία έχει τις εκκλησίες της, τούς δημογέροντες της, τό σχολείο της και ο πολιτισμός της Σαντάς μένει καθαρός Ελ­ληνικός πολιτισμός, μέ ευσέβεια προς τή Χριστιανική πίστη.

Ερχεται και για τή Σαντά τό τρομερό έτος του 1660, όταν ή Τουρκική Κυβέρνηση δημιουργεί τά στρα­τιωτικά Τάγματα των Τερέ-βέηδων, κρύβοντας πίσω τους την ωμότητα καΐ βαρβαρότητα για την εξολόθρευση του Ελληνικού Γένους.
Στήν περίσταση αυτή οί Σανταίοι μέ την ευφυΐα πού τούς χαρακτηρίζει προβαίνουν σε δυό ενέργειες, ή μια καλή, ή άλλη κακή. Ας δούμε ποιά είναι ή καλή.
Μόλις οί Τερέ-βέηδες αρχίζουν τις σφαγές και τις πυρπολήσεις των χωριών για να εκβιάσουν στον εξισλαμισμό τούς Χριστιανούς, οί Σανταίοι σηκώνονται στα όπλα. Τά ασκέρια των άτακτων Τερέ-βέηδων κά­ποτε πλησιάζουν τά μέρη της Χαλδείας κι' αρχίζουν τά φρικτά εγκλήματα.

Οί κάτοικοι πολλών χωριών φεύ­γουν γυμνοί και νηστικοί, άλλοι στα βουνά της Τόγιας, άλλοι του Ταύρου, άλλοι του Παρυάδρη, άλλοι του Σκυδίσκη, άλλοι του Κερκίτ, του Καρακαπάν, όπου και βρίσκουν τραγικό θάνατο οκτώ χιλιάδες οικογένειες.
Η Σαντά σαν ατίθαση πού είναι, πολιορκείται μέ τρεις χιλιάδες Τερέ-βέηδες, χωρίς ελπίδα. Τί να κάνουν; Προ­βαίνουν σε δυο, όπως είπαμε ενέργειες.

Ή μια ή καλή είναι ή εξής. Σηκώνονται έξι άνδρες Σανταίοι, οι πιο γενναίοι και τολμηροί κι αφού μέ τον κίνδυνο της ζωής τους περνούν άπό νύχτα σε νύχτα τις λαγκαδιές, τις χαράδρες, τα δάση και τα βουνά, ανάμεσα σε ασκέρια Τουρκικού στρατού, φθάνουν στήν Τραπεζούντα. Μπαί­νουν στο Σαράι του ισχυρού άρχοντα Σεΐτη-αγά και μέ κεφάλι όρθιο σαν νάναι αυτοί οι κύριοι, του λένε.
 -Σεϊτη-αγά, ερχόμαστε άπ' τή Σαντά μέ χρήματα εφοδιασμέ­νοι για σένα. Πάρτα, είναι χίλια φλουριά και δώσε μας ένα φιρμάνι της Κυβέρνησης, ώστε ή Σαντά να μείνει ανενόχλητη άπ’ τούς Τερέβέηδες.
-Ποιό είναι το επάγγελμα σας; Τούς ρωτά ό Τούρκος.
-Μεταλλουργοί, του απαντούν.
-Θα σας δώσω το φιρμάνι, τούς λέγει, αρκεί να κλείσουμε μαζί μια συμφωνία.
-Να την ακούσουμε Σεϊτη-αγά, του λένε οί Σανταίοι.
-Ή συμφωνία μας είναι να διδάξετε δικούς μας αν­θρώπους τή μεταλλουργική τέχνη σας κι εγώ να σας δώσω το φιρμάνι. Δέχεσθε Γκιαούρηδες;
-Δεχόμαστε απαντούν οί Σανταίοι και ή συμφωνία κλείνει. Το φιρμάνι γράφει.
«0ι Σανταίοι είναι ελεύθεροι, ανενόχλητοι και απαλλαγμένοι πάσης αγγαρείας και πάντα τά υπάρχοντα αυ­τών και τά μεταλλεία των και τά παρχάρια των, τά δά­ση, οι μεζιρέδες, τά χωράφια, τά τσαΐρια κ .λ. π. να εί­ναι απαραβίαστα και εις κανένα να μη επιτραπεί να επέμβει εις τά σύνορα αυτών». (Βλ. Μ. Νυμφοπούλου, Ίστορ. Σάντας, σελ. 96).

Τό φιρμάνι τούτο σφραγίζει ο Σεΐτης-αγάς, βά­ζει τή βούλα του Σουλτάνου και δίνει στο χέρι των Σανταίων, οι οποίοι μέ ψηλότερα ακόμα τό κεφάλι επι­στρέφουν στη Σαντά, ενώ τά τουρκικά στρατεύματα αποσύρονται άπ’ τά όρια της Σαντάς.
Οί Σανταίοι εκμεταλλεύονται την ωραία περίστα­ση ανοίγουν αμέσως δυο σχολεία στη Σαντά κι ένα Παρθεναγωγείο, επίσης ανοίγουν σχολείο στήν Άγουρσα κι' ένα στα Δουβερά.

Και τα χρόνια περνούν κι' έρχονται άλλα πικρό­τερα χρόνια μέ νέους διωγμούς, μέ νέες εξουθενώσεις, μέ νέα βασανιστήρια γιατί ή Τουρκική Κυβέρνηση μέ τό μαχαίρι πάνω άπ'τα Ελληνικά κεφάλια, θερίζει χωρίς διάκριση, χωρίς φταίξιμο τούς δυστυχισμένους σκλάβους.

Έτος 1854. Ό Πόντος καίγεται άπ' τούς Νεότουρκους Τσετέδες. Αυτοί μέ απόφαση να ξεκαθαρίσουν τον Πόντο άπ' τό Ελληνικό γένος πέφτουν επάνω τους σαν τούς λύκους  όταν κατασπαράζουν τά πρόβατα. Και τά πράγματα για τή Σαντά μεταβάλλονται αυτομάτως. 

Ούτε το φιρμάνι του Σεϊτ Αγά ισχύει ούτε τα όπλα μπορούν να εφοδιασθούν, ούτε ψωμί τούς αφήνουν οί Τσε­τέδες. Βάζουν φωτιά στα χωράφια μέ τά σιτηρά, αρ­πάζουν τά ζώα, αποκλείουν τούς Σανταίους στα όριά τους, ώστε να μην μπορούν να έλθουν σε επικοινωνία μέ κανένα. Οί Σανταίοι εφοδιάζονται όπλα μόνο άπό Τούρκους τούς οποίους σκοτώνουν παίρνοντας τά όπλα τους.
Κάποια μέρα όμως οί Σανταίοι διαπράττουν μια μεγάλη αμαρτία, ή οποία θα έμενε σαν αιώνιο στίγμα, αν αυτοί δεν μετανοούσαν, όπως και μετανόησαν, μ’ όλη τους την ψυχή·
Τί γίνεται;
Πιστοφάντων
Χιλιάδες στρατός Τσετέδων πολιορκεί κάποια μέρα την περιοχή Χαλδείας, άπ'τήν Αργυρούπολη ως τη   Μονή Σουμελά μαζί και τή Σαντά· Κύριος σκοπός των Τσετέδων είναι να υποτάξουν επί τέλους τούς ανυπό­τακτους Σανταίους και να κάψουν την επί τόσους αιώ­νες Ελληνική επαρχία, πού κρατά την πίστη της και τή Ρωμιοσύνη της μέ τόσο πείσμα.
Πολιορκούν λοιπόν τή Σαντά περίπου 4 χιλιάδες Τουρκικός στρατός μέ ιππικό, μέ γιαταγάνια, μέ μα­χαίρια και ντουφέκια. Οι αντάρτες της Σαντάς τούς αντιλαμβάνονται. 

Έχουν καθίσει σταυροπόδι πάνω στον λόφο πού λέγεται Κωφολείβαδο και κάνουν τό Ραμαζάνι τους, τρώγοντας, πίνοντας και μεθώντας. Τό θέα­μα είναι τρομερό και ελπίς σωτηρίας δεν υπάρχει αυτή τή φορά. 

Οι αντάρτες Σανταίοι συσκέπτονται άστραπιαίως, βγάζουν μια απόφαση, Όμως εσφαλμένη και αμαρτωλή, νομίζοντας πώς μ' αυτό τόν τρόπο θα σώ­σουν τή Σαντά. Αποφασίζουν να γελάσουν τούς Τούρ­κους και τούς γελούν. Καμιά δεκαριά άπ' αυτούς παίρ­νουν τόν ανήφορο, πλησιάζουν μια παρέα μεθυσμένων Τούρκων, αρπάζουν άπό ένα φέσι τούρκικο, τό φορούν και πηγαίνουν σε μια ομάδα αξιωματικών, πού τρων ξέγνοιαστα. 

Κάθονται κοντά τους κι αρχίζει ό ένας Σανταίος να μιλά στον άλλον προσφωνώντας τον μέ όνομα τουρκικό. Οι Τούρκοι τούς δίνουν προσοχή κι όταν ζητούν πληροφορίες για τά άτομα τους, εκείνοι απαντούν.
Σανταίοι είμαστε μα έχομε άπό μήνες ασπασθεί τόν Ισλαμισμό. Οί Τούρκοι σηκώνονται Όρθιοι, τούς αγκαλιάζουν, τούς φιλούν, τούς συγχαίρουν κι’ αφού τούς προσκαλούν στο Ραμαζάνι τους, τούς λέγουν.
Τί χάρη ζητάτε άπό μας;
Μία μόνο, απαντούν οί Σανταίοι, να αποτραβήξετε τά στρατεύματα σας άπ' τή Σαντά και ν' αφήσετε εμάς να αντιπροσωπεύουμε την ένδοξη Οθωμανική Κυβέρνηση, γιατί ως κατάσκοποι, έχουμε εργαστεί μέ δραστη­ριότητα υπέρ του Σουλτάνου.

Οί Τούρκοι πέφτουν σε παγίδα, αποσύρουν τά στρατεύματα τους και φεύγουν άπ' την περιοχή Χαλδείας.
Ό τρόπος της κακής αυτής πράξεως, πού αν και φαίνεται καλή, ισοδυναμεί μέ προδοσία της Πίστεως, λαβαίνει στο έξης το όνομα «απάν παϊράμ και αφκά παϊράμ».
Άπό τότε, οί δέκα αυτοί Σανταίοι, στα κρυφά Χριστιανοί, στα φανερά Τούρκοι, παίρνουν τόν ονειδισμό των «κλωστών» δηλαδή των κρυπτοχριστιανών. Βαφτίζονται Χριστιανικά στεφανώνονται και θά­πτονται Χριστιανικά σε Χριστιανικό Νεκροταφείο, φτιάχνοντας ψεύτικους τάφους στα Τούρκικα μνήμα­τα, γεμίζοντας τα μέ πέτρες κι άπό πάνω δυό πλά­κες κατά την τουρκική θρησκεία, πλην όμως ματαίως.

Ούτε ό Θεός εμπαίζεται, ούτε οί Χριστιανοί Σανταίοι ανέχονται τούς «κλωστούς». Έτσι, ελεγχόμενοι οί «κλωστοί» απ’ τή συνείδηση τους, αποφασίζουν να φανερωθούν έστω και μέ τή θυσία της ζωής τους. Και έρχεται ή ευλογημένη στιγμή πού μετανοούν και αψη­φώντας τον θάνατο, συγκεντρώνονται στήν ενορία των Πιστοφάντων, γονατίζουν μπροστά στήν εικόνα του αγίου Χριστόφορου και ορκίζονται, πώς θα σβήσουν  μέ τή χάρη του τον λεκέ, άπ' τή Χριστιανική ψυχή τους.

Διορίζουν μια τριμελή επιτροπή και στέλνουν αυτή στην Κωνσταντινούπολη μέ εξουσιοδότηση όλων  των «κλωστών» της Χαλδείας, της Σαντάς, της Κρόμνης, της Κοβάσης, του Παρτίν, του Γιαγλήτερε, του Σταυρίν, της Μούζαινας, του Στύλου, της Χάρηβας, του Ταντουρλού, της Πόντιλας, της Θέρσας, της Λαρηχηνής, του Καπηκιογιού, της Γαλιάνας, της Χατζάβερας, της Κάβαρας, της Κούχλας, της Κόχαλης, του Κατάχωρα, της Γεμουράς, του Παϊπούρτ, του Χαροπή, του Γατράχ, του Ψουχνούτ και άλλων. 

Τό ενσφράγιστο επιτροπικό τούτο γράμμα, διά του οποίου οί «κλωστοί» ζητούν συγχώρηση άπ’ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και παρακαλούν αυτόν όπως τούς δεχτεί στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μέ τό ορισμένο επιτίμιο, τό γράμμα τούτο έφθασε μετά τή Μικρασιατική καταστροφή στήν Αθήνα, φυλάσσε­ται δε μέχρι σήμερα στο Αρχείον του Πόντου, άπό την Επιτροπή Ποντιακών μελετών. (Βλ. Χρύσανθου 4,5 Τόμος).

Ερχόμαστε τώρα στις παραμονές του τελικού ξε­ριζωμού των Ελλήνων του Πόντου.
Έτος 1912. Ξαφνικά κηρύττεται δ Βαλκανικός πό­λεμος, στον χορό του οποίου μπαίνουν ή Ελλάς, ή Σερβία, τό Μαυροβούνιο, ή Βουλγαρία εναντίον της Τουρκίας.
Σύμμαχοι;
Πολλοί μα ουδείς, γιατί οί Άγγλοι, οι Γάλλοι, oι Αμερικάνοι, λύκοι άγριοι μέ δορά προβάτου, μας πα­ραδίνουν στα δόντια των Τούρκων.
Και τί κάνουν οί Τούρκοι;
Μόλις κηρύττεται ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος τον Φεβρουάριο του 1912, επιστρατεύουν μικρούς και μεγάλους Έλληνες και τούς βάζουν στην πρώτη γραμ­μή της μάχης. 
Δημιουργούν τά Ελληνικά τάγματα μέ τον εξευτελιστικό τίτλο «Έσέκ-ταμπουρού» δηλαδή γαϊδουροτάγματα. Έτσι, άλλοτε χρησιμοποιούν τά Ελ­ληνικά αυτά τάγματα για τις μάχες, άλλοτε για βαρύ­τερες εργασίες, ν’ ανοίγουν δρόμους, να σπάζουν πέτρες, να καθαρίζουν χιόνια, ν’ αποξηραίνουν λίμνες και έλη. Μάχη και μέτωπο δεν ανοίγεται πού να μην μπαίνουν μπροστά οι Έλληνες, για να σκοτώνονται, χτυπιόνται Χριστιανοί μέ Χριστιανούς, ώσπου να εξαλειφτεί τό γέ­νος τους άπό προσώπου της γης.
Μέσα στήν ανεμοθύελλα του Βαλκανικού πολέμου οί Τούρκοι στρέφονται και εναντίον των Αρμενίων. Τέ­τοια σφαγή κάνουν σ’ όλα ανεξαιρέτως τά Τουρκοκρα­τούμενα μέρη, ώστε μέσα σε λίγες βδομάδες σφάζουν δυόμισι και πλέον εκατομμύρια Αρμενίων.
Χαρακτη­ριστικό γεγονός αυτόπτων μαρτύρων είναι ότι επί πολ­λές μέρες τα κύματα του Ευξείνου Πόντου έβγαζαν χιλιάδες πτώματα παιδιών των Αρμενίων, στις ακρο­γιαλιές της Τραπεζούντας, τά οποία φόνευαν οί Τούρ­κοι, στους διαφόρους αρμενικούς συνοικισμούς της α­κραίας Τραπεζούντας.

Ή ζωή των χριστιανών του Πόντου κατά τόν Α' και Β' Βαλκανικό πόλεμο καταντά μαρτυρική. Αν τολμήσει κανένας άπ’ τούς επιστρατευμένους Έλληνες να λιποταχτήσει, οί Τούρκοι αφού καίνε τό σπίτι του, παίρ­νουν τη γυναίκα και τά παιδιά του σαν υποζύγια. Τους φορτώνουν στην πλάτη πολεμοφόδια, αποσκευές των Τούρκων αξιωματικών τούς αναγκάζουν ξυπόλυτους, γυμνούς και νηστικούς ν' ανοίγουν δρόμους μέσα στα χιόνια, στους ανέμους, στις βροχές για να πεθάνουν βα­σανιστικά. 

Πολλές φορές για να διασκεδάζουν οί Τούρ­κοι μέ τον τραγικό θάνατο των Ποντίων Γραικών πιά­νουν τούς γέρους παπάδες, τούς ξυρίζουν, τούς ζεύουν σε κάρα και τούς υποχρεώνουν να τά τραβούν σαν νάναι υποζύγια.
Μια αρχαία επιγραφή ενός ημερολογίου, πού βρέ­θηκε στο Μοναστήρι του αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, λέγει τά έξης.

«Έπεσκέφθην τήν Μονήν ταύτην του αγίου Γεωργίου Περιστερεώτη, εν ήμέραις χαλεπαίς, επί κεφαλής δίκην υποζυγίων γυναικών μεταφερουσών άποσκευήν Τούρκων αξιωματικών έκ Λιβεράς είς Κουστουλάντην Γαλλίαινας
υπογραφή. 
Ιερεύς Παπαευστάθιος».

Παρ’ όλα ταύτα οί γενναίοι Σανταίοι μένουν ασύλ­ληπτα φαντάσματα στα μάτια των Τούρκων, πού δεν μπόρεσαν μέσα σε τόσους αιώνες, ούτε στη Σαντά να πατήσουν, ούτε ένα Σανταίο να κατατάξουν στον Τουρ­κικό στρατό, αλλ’ ούτε και χαράτσι να πάρουν άπ' αυτούς.
Οί αλήθειες αυτές επιβεβαιώνονται άπ' αυτούς τούς ίδιους τούς Τούρκους. Ό πανίσχυρος αρχηγός είκοσι εκατομμυρίων Τούρκων ό Μουσταφά Κεμάλ, στα απο­μνημονεύματα του γράφει τά έξης σημαντικά.
«Οι Σανταιοι αντάρτες, οί απειθείς, οί σκληροί, οί ατίθασοι, υπήρξαν ανέκαθεν τό πικρότερο αγκάθι στην καρδιά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας». (Βλ. Ιστορία Σαντάς του Πόντου, Μ. Νυμφοπούλου).
Παρ’ όλα ταύτα υπάρχουν και γεγονότα, όλως διό­λου ανεπάντεχα μέσα στη θύελλα αυτή της μαύρης σκλαβιάς.
Πλησιάζομε προς τό τέλος της ζωής του Πόντου περί τό 1921. Ή τουρκική κυβέρνηση έχει αρχίσει να αδειάζει πολλά χωριά, εκτοπίζοντας ομαδικώς τούς κα­τοίκους, μέ τήν ψευδή υπόσχεση πώς θα τούς στείλει στήν Ελλάδα. Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν κατά τις οδοιπορίες αυτές νηστικοί, γυμνοί και ξυπόλητοι μέσα  στους πάγους, περιφερόμενοι σαν έρημα πουλιά εδώ κι εκεί.

Έρχεται ή σειρά της Σαντάς.
Οί  ηρωικοί Σανταίοι, με αρχηγό κάποιον έξοχο πρωταγωνιστή και απαράμιλλο στη στρατηγική σοφία Σανταίο Ευκλείδη Κουρτίδη, αρπάζουν τά ντουφέκια τους, οπλίζονται και ζώνουν τά πιο επικίνδυνα σημεία του ορίζοντα· Είναι τριακόσιοι όλοι-όλοι κι έχουν να αντιμετωπίσουν χιλιάδες ασκέρια τουρκικά, μέ πανοπλίες ισχυρές. 

Δεν τούς φοβούνται γιατί είναι όλοι καθαροί Χριστιανοί, γενναίοι κι αποφασισμένοι να φρουρήσουν τήν ωραία Σαντά μέχρι τελευταίας τους αναπνοής. Έτσι μέ τον Σταυρό στο στήθος και τό ντουφέκι στον ώμο, ξημεροβραδιάζονται σαν άλλοι ((ερωδιοί)) στα δάση, στα λαγκάδια, στους βράχους, στις σπηλιές, περιμένοντας τούς Τσετέδες. Τά μάτια τους έχουν στεγνώσει να καιροφυλακτούν, άλλοτε μες το σκοτάδι κι άλλοτε, κάτω άπ’ τό φως των άστρων του Ουρανού.
Κι' ο Θεός τους προστατεύει γιατί νύχτα μέρα προσεύχονται σ’ Αυτόν. Ας πούμε μια συγκινητική ιστορία.
  
DUMANLI (Σαντά)

Κάποιος Τούρκος Αλή Ούζούν Χαλήλ Όγλού, πού κατοικεί έξω άπ' το τουρκοχώρι Ισχάν, πολλές φο­ρές σώζει τούς αντάρτες, άπ' τον θάνατο. Άπ’ το 1918 μέχρι το 1923 αφήνει τήν υπηρεσία του, γιατί είναι χω­ροφύλακας και τρέχει κρυφά άπ' τούς άλλους Τούρκους στο Χαντζάρ ή στ’ Άσπρα τά Καπάνια, πού κρύβον­ται οι Σανταίοι αντάρτες και τούς δίνει πληροφορίες για τις κινήσεις του τουρκικού στρατού και της χωρο­φυλακής για να λάβουν τά μέτρα τους και να κρυφθούν.
Κι όταν καμιά φορά του είναι αδύνατο να τούς συνάν­τηση, τότε κρέμα στήν αυλή του σπιτιού του ένα πά­πλωμα κόκκινο. Οί αντάρτες μέ τά κιάλια αντιλαμβά­νονται πώς διατρέχουν κίνδυνο κι’ έτσι λαβαίνουν τά μέ­τρα τους. Άλλοτε πάλι κρεμάει λευκό πανί, σημάδι ησυχίας· 
Κι' όταν οι αντάρτες κρυώνουν ή πεινούν, τότε κατεβαίνουν στο  Ισχάν, έρχονται κρυφά-κρυφά στο σπίτι του καλού Τούρκου 'Αλή Ούζούν, πού βρίσκεται στήν άκρη του χωριού και οί σπιτικοί του τούς δίνουν άπ' όλα τα αγαθά· Μα κάποτε οί Τούρκοι του χωριού αντιλαμβάνονται τό μυστικό, ειδοποιούν τον Μουφτή και ένα μανιασμένο απόσπασμα τουρκικής χωροφυλακής πολιορκεί το σπίτι του καλού χωροφύλακα, Τούρκου 'Αλή.
-Που είναι οί Σανταίοι πού κρύβεις; τόν ρωτούν άγρια.
-Δεν καταλαβαίνω τί λέτε, τούς άπαντά.
-Μπήκαν τέσσερις Σανταίοι, τούς είδαμε, επιμένουν εκείνοι.
Εν τω μεταξύ ή δεκαεξάχρονη κόρη του 'Αλή Ούζούν τρέχει μέσα, ειδοποιεί τούς Σανταίους και τούς φυγαδεύει από ένα μικρό παράθυρο·
Το Τουρκικό απόσπασμα απευθύνεται τώρα στο δεκαεξάχρονο κορίτσι. Κορίτσι, της λένε, ήλθαν εδώ Σανταίοι;
-Όχι, απαντά.
Οι Τούρκοι μπαίνουν, κάνουν έρευνα κι’ έπειτα απευθύνονται πάλι στο κορίτσι.
-Ό πατέρας σου Αλής Ούζούν Χαλήλ Όγλού βοη­θά τούς Σανταίους;
-Όχι, άπαντα το κορίτσι.
-Απλώνει κόκκινο και άσπρο πανί στήν αυλή δί­νοντας σ' αυτούς συνθήματα;
-Ποτέ.
Ό αξιωματικός της Χωροφυλακής, τραβά το μα­χαίρι του, το φέρνει στο λαιμό του 'Αλή, μέ σκοπό να τον σφάξει. Έπειτα λέγει στο κορίτσι.
-Θα σφάξω τον πατέρα σου αν δεν μου πεις τήν αλήθεια, βοηθά τούς Σανταίους ή όχι;
-Όποιος σας κατηγόρησε τον πατέρα μου, λέγει το κορίτσι, είναι ψεύτης και τον συκοφαντεί, μη τον πιστεύετε.
-Πιστεύομε στα μάτια μας, απαντά ο αξιωματικός, δίνοντας μ’ ένα κόπανο, στο κεφάλι του Αλή, γερό χτύπημα. Ο Αλής σωριάζεται κι’ ο αξιωματικός πυ­ρώνει στη φωτιά ένα μυτερό σίδερο κι' αφού αυτό κοκ­κινίζει προστάζει την παιδούλα ν απλώσει τις παλάμες.
Τ κορίτσι υπακούει και με θάρρος ανοίγει τις παλά­μες. Ό αξιωματικός ακουμπά τό πυρακτωμένο σίδερο στη μέση της παλάμης λέγοντας.
-Βοηθά ό πατέρας σου τούς Σανταίους;
Παρ' όλο τόν πόνο πού χτυπά στήν καρδιά τό τσιγαρισμένο κρέας, τό κορίτσι απαντά, όχι.
Ό αξιωματικός χώνει τό σίδερο ακόμα βαθύτερα, ενώ επαναλαμβάνει τόν ίδιο λόγο.
Βοηθά ό πατέρας σου τούς Σανταίους ;
-Όχι, όχι, απαντά τό κορίτσι, έτοιμο να σωριασθεί, άπ' τούς δριμείς πόνους·
Ό αξιωματικός ακουμπά τά τρυφερά χέρια στο πά­τωμα, σπρώχνει τό πυρακτωμένο σίδερο μ’ όλη τή δύναμη του και τό βγάζει άπ’ τήν άλλη μεριά της παλά­μης. Τό κορίτσι λιποθυμά κι ό άσπλαχνος αξιωματι­κός τραβά τό μυτερό σίδερο, τό ξαναπυρώνει και τό χώνει στήν καρδιά του κοριτσιού. Έπειτα περνά απ' το ξίφος τον πατέρα, τη μητέρα και τα υπόλοιπα παιδιά.
Μια τουρκική οικογένεια προστίθεται στον Μαρ­τυρικό χορό, άπό μια και μόνο αρετή, τήν αρετή της προς τόν πλησίον αγάπης.


Share
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah